Βλέποντας ότι πλησιάζει η επέτειος του θανάτου, ενός πολύ αγαπημένου συγγραφέα, σκέφτηκα να ζητήσω από τον φίλο μου Γιώργο Ευσταθίου, που είχε την μεγάλη τύχη να τον γνωρίσει και να γίνουν φίλοι, να μου γράψει κάτι, για να θυμηθούμε και κάποιοι να γνωρίσουν τον Γιώργο Ιωάννου, έτσι γλυκά και ευγενικά…
Γιώργος Ιωάννου: Εικόνα πολύτιμη
από τον Γιώργο Ν. Ευσταθίου
Ανάμεσα στα ελάχιστα προσωπικά εικονίσματα, τους γονείς μου και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ξεχωριστή θέση έχει ο φίλος μου Γιώργος Ιωάννου. Για τον σημαντικό Θεσσαλονικιό λογοτέχνη, μου πρωτομίλησε το 1978 η επιστήθια φίλη μου και μετέπειτα σημαντική συγγραφέας η Ζυράννα Ζατέλη. Αγόρασα αμέσως την συγκεντρωτική έκδοση του ΕΡΜΗ με τις τρεις πρώτες συλλογές πεζογραφημάτων του: «Για ένα φιλότιμο», «Η Σαρκοφάγος» και «Η μόνη κληρονομιά». Το εξώφυλλο κοσμούσε ένας κισσός σε μωβ φόντο, σχέδιο της Αρλέτας, φίλης του συγγραφέα, αλλά και ιδιοκτήτριας του ισογείου διαμερίσματος που μίσθωνε στα Εξάρχεια, στην οδό Δεληγιάννη 3.
Με το που άρχισα το διάβασμα ένιωσα μια ιδιαίτερη ζεστασιά να με τυλίγει. Η συγκίνηση όσο προχωρούσε η ανάγνωση αύξανε διαρκώς. ‘Ηταν σα να πλημμύριζα ολόκληρος από τα σιγανά ρυάκια του συγγραφέα. ‘Οσα εξιστορούσε ήταν όλα γνώριμα, θαρρείς. Και όπως τα πολύ δικά μου πράγματα, έτσι κι εκείνα με άγγιζαν βαθιά. Εβλεπα πως ολοφάνερα εδώ, υπήρχε μια συγγένεια ψυχής. Συνέχισα να βυθίζομαι με απόλαυση στις σελίδες του βιβλίου μου, όταν μετά από τα δύο – τρία πεζογραφήματα που διάβασα, ένιωσα θυμάμαι την παρόρμηση, την επιτακτική ανάγκη μάλλον, να κοιτάξω πιο προσεχτικά το οπισθόφυλλο, όπου φευγαλέα είχα δεί μια φωτογραφία κι ένα σύντομο βιογραφικό του συγγραφέα. `Αρχισα να περιεργάζομαι τη φωτογραφία. Ο Ιωάννου όρθιος με κουστούμι και γραβάτα, κρατώντας ένα τσιγάρο στο δεξί χέρι του και με το αριστερό ν’ ακουμπάει σ΄ένα τοίχο. Πίσω του οι ράγες του ηλεκτρικού στο Θησείο. Και τότε για πρώτη και ίσως τελευταία φορά στη ζωή μου, έκανα αυθόρμητα τη σκέψη, που έμοιαζε και λίγο με ευχή: «Πόσο θα ήθελα αυτός ο άνθρωπος να είναι φίλος μου!». Αν και τότε ήμουν μόλις 22 χρόνων και ο Ιωάννου γύρω στα 50, μεγάλη η διαφορά της ηλικίας.
Μετά από δύο χρόνια, Απρίλιος του ’80 ήταν, διάβασα στο περιοδικό «Τραμ» του Γιώργου Κάτου, ένα ακόμη δικό του, για πρώτη φορά δημοσιεύμενο πεζογράφημα, με τον τίτλο «Επιτάφιος Θρήνος». `Εκανα αμέσως μια γραπτή πρόταση στο Τρίτο Πρόγραμμα, όπου είχα την εύνοια της τύχης και παρά το νεαρόν της ηλικίας μου, να είμαι συνεργάτης, προτείνοντας να καλέσω τον συγγραφέα να διαβάσει ο ίδιος το πεζογράφημά του κι εμείς να το μεταδόσουμε το απόγευμα της επερχόμενης Μ. Παρασκευής. Η πρόταση μου έγινε, αμέσως δεκτή από τον Μάνο Χατζιδάκι, διευθυντή τότε του Τρίτου Προγράμματος. Το τηλέφωνο του Ιωάννου μου το έδωσε ο κοινός μας φίλος ποιητής Γιάννης Κοντός. Την προκαθορισμένη ημέρα και ώρα συναντηθήκαμε στην ΕΡΤ για την ηχογράφηση. Γρήγορα διαπίστωσα ότι η ανάγνωση παρουσίαζε ένα σοβαρό πρόβλημα. Λόγω άγχους προφανώς, ο Ιωάννου έβηχε κάθε τρεις και λίγο, σχεδόν μόνιμα. Ο ήχολήπτης τραβούσε τα μαλλιά του, λέγοντάς μου πως είναι τεχνικώς αδύνατον να «καθαρίσει» όλα αυτά τα βηξίματα και πως δεν μπορεί να βγεί τέτοια εκπομπή στον αερά. Τον παρακάλεσα να κάνει ό,τι ήταν δυνατόν. Και πραγματικά καταφέραμε, ελάχιστα από τα βηξίματα να παραμείνουν, που στο τέλος – τέλος, έχουν κι αυτά τη χάρη τους. Αλλωστε, να το πω κι αυτό, εξαιρουμένου του βήχα, ο Ιωάννου είχε διαβάσει με αίσθημα και πολύ σωστό τονισμό. `Οταν μεταδόθηκε ο «Επιτάφιος Θρήνος», ξεσήκωσε θύελα αντιδράσεων τόσο από τους αρχιερείς, τους ποιμένες της εκκλησίας μας, όσο και από κάμποσους φαρισαίους ακροατές, γιατί δήθεν σκανδαλίστηκαν από την τολμηρότητά του πεζογραφήματος και τον ιερόσυλο χαρακτήρα του… Ο Χατζιδάκις θυμάμαι ότι το είχε διασκεδάσει, πάντως με το παρά πάνω… Και το πεζογράφημα, αλλά και τις ανόητες αντιδράσεις εκ μέρους του κοινού.
Τότε, με αφορμή αυτή την συνεργασία εκπληρώθηκε η ευχή. Και ναι, η φιλία μας υπήρξε κεραυνοβόλος!
Ο Ιωάννου από εκείνη την ημέρα και μέχρι τις 16 Φεβρουαρίου 1985 που έφυγε για πάντα, τόσο άδικα, υπήρξε φίλος μου ακριβός. Λόγω της μεγάλης διαφοράς ηλικίας – με περνούσε σχεδόν τριάντα χρόνια – στο προσωπό του βρήκα έναν πνευματικό πατέρα, όπως συνηθίζεται να λέμε σ’ ανάλογες περιπτώσεις. Κι αυτός, ίσως να είδε σε μένα τον γιο που δεν απέκτησε. «Λες και σε περίμενα να εμφανιστείς» μου είχε εκμυστηρευτεί.
Τα τηλεφωνήματά μας και οι συναντήσεις μας πύκνωσαν από τότε που του συνέβη το ατύχημα με «τα πολλαπλά κατάγματα» και χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο ΚΑΤ περσσότερο από τρείς μήνες. Τότε ήταν που εδραιώθηκε, έδεσε η φιλία μας και γνώρισα όλη την οικογένειά του, την αδελφή του τη Δήμητρα και τον άνδρα της τον Μιχάλη, τον Λάκη, τον μικρότερο αδελφό του και τα ανήψια του Θοδωράκη και Νάνσυ. Και βεβαίως, την μητέρα του, την κραταιά Αθανασία. Είδε κι έπαθε να την πείσει να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, όταν μετά το ΚΑΤ γύρισε με τις πατερίτσες είναι η αλήθεια, στο σπίτι του. ‘Ηθελε να μείνει, επιτέλους και λίγο μόνος, να συναντήσει τα δικά του πρόσωπα, αλλά η μητέρα ήταν αποφασισμένη να παραμείνει. Τελικά υποχρεώθηκε να βάλει στο κόλπο την αδελφή του κι εκείνη την μετέπεισε να πάρει το τραίνο για την Θεσσαλονίκη.
Την συνόδευσα μέχρι τον Σταθμό Λαρίσης κι αμέσως μετά επέστρεψα εκ νέου στο σπίτι του, όπως είχαμε μυστικά συνενοηθεί, να τον βοηθήσω να κάνει, έπειτα από τόσο μεγάλο διάστημα, το πρώτο κανονικό του μπάνιο. Από μέρες είχε ζητήσει να του αγοράσω ως νεότερος και άρα πιο ενημερωμένος όλα τα σχετικά: Διάφορα σαμπουάν, αφρόλουτρα και υδατικές κρέμες. ‘Ηθελε να κάνει ένα μικρό δώρο στον εαυτό του, μετά από την τόση ταλαιπωρία. Σα μικρό παιδί, πως και πως, την περίμενε αυτή τη στιγμή. «Ζήτω η Ελευθερία» μου φώναξε θριαμβευτικά όταν με είδε να επιστρέφω. Τον βοήθησα να μπεί στο μπάνιο, και όχι χωρίς συγκίνηση, τον έλουσα. Στη διάρκεια του λουσίματος αστειευόμασταν και γελούσαμε, όσο ποτέ. Είχε μεγάλη αίσθηση του χιούμορ και ήξερε να αυτοσαρκάζεται χωρίς έλεος, δείγμα χαρακτηριστικό ανθρώπου χωρίς συμπλέγματα. Αμέσως μετά, με σοβαρότητα και φωνή ελαφρώς επιτακτική, μου ζήτησε να βγω έξω από το μπάνιο. «Φτάνει, καλό μου. Μέχρις εδώ. Ασε με τώρα μόνο μου, για τα υπόλοιπα. Οταν σε χρειαστώ να με βοηθήσεις να φτάσω, μέχρι το κρεβάτι μου, θα σε φωνάξω εγώ», μου είπε.
Ο σεισμός της Αθήνας στις 24 Φεβρουαρίου 1981 με βρήκε στο σπίτι του. Είχα περάσει να το δω κι επιστρέφοντας από την κουζίνα όπου πετάχτηκα να πιω νερό με πέτυχε, ακριβώς μπαίνοντας στο δωματιό του. Εκείνος μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι του, κατάλαβε αμέσως τον κίνδυνο κι άρχισε να μου φωνάζει: «Κάθησε κάτω, κάθησε κάτω». Ηταν αδύνατον να κάνω το παραμικρό. Η γη έτρεμε κάτω από τα πόδια μου. Μπόρεσα μόνο ν’ ανοίξω ενστικτωδώς τα χέρια μου για να στηριχτώ στο κούφωμα της πόρτας. Μόλις πέρασε η πρώτη ταραχή και συνήλθαμε κάπως, μου ζήτησε να βγούμε έξω. «Θα τα καταφέρεις» τον ρώτησα. « Ναι, θα τα καταφέρω. Προτιμώ ό,τι πρόκειται να συμβεί, να μου συμβεί μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν θέλω να με βρεί το κακό στο κρεβάτι μου ανυπεράσπιστο». Και σηκώθηκε, ντύθηκε, πήρε το μπαστούνι του που είχε αντικαταστήσει τις πατερίτσες, άρπαξε και μια ομπρέλα, γιατί εκτός από τον σεισμό είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει, και μια και δυό, βγήκαμε από το σπίτι. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι από αλαφιασμένους ανθρώπους. «Στεναχωριέμαι, μου λέει, για τον κοσμάκη. Αλλά ας δουν και οι Αθηναίοι, τι εστί βερύκοκο… Να καταλάβουν τι λαχτάρες έχουμε περάσει εμείς στη Σαλονίκη».
Κατευθυνθήκαμε προς το Πεδίον του Αρεως. ‘Ηταν σε μικρή απόσταση και ως ανοιχτός χώρος, χωρίς πολυκατοικίες τριγύρω, το ασφαλέστερο σημείο για τυχόν κανέναν ισχυρό μετασεισμό. Εκεί πλήθος κόσμου είχε συρεύσει και οι πιο οργανωμένοι έστηναν ήδη αντίσκηνα και άπλωναν κουβέρτες για να διανυκτερεύσουν. «Ο φόβος του θανάτου, μου λέει, ξυπνάει την ερωτική διάθεση. Προβλέπω απόψε να γίνουν εδώ, κάτω από τα δέντρα, πράματα και θάματα». `Ηδη μερικοί μοναχικοί τύποι ξεκόβανε από τον συρφετό και γλιστρούσαν σα σκιές προς τα ενδότερα του πάρκου.
Λίγες μέρες μετά τον σεισμό αποφάσισε να κάνει στο σπίτι του ένα γλεντάκι, προς τόνωση του ήθικού όλων μας, όπως έλεγε. Αυτός θα έβαζε το σπίτι και εμεις θα φροντίζαμε για τα υπόλοιπα. «Να πάνε στο διάβολο όλα. Τόσα καλούδια έχω στο κελάρι μου. Ελάτε να το κάψουμε». Και όντως, του δώσαμε και κατάλαβε. Είμασταν μια αντροπαρέα καμια δεκαριά νοματέοι. Φάγαμε, ήπιαμε και τραγουδήσαμε του καλού καιρού. Ο οικοδεσπότης ήταν πανευτυχής. Στο τέλος άρχισαν τα παρατράγουδα… Αφού χορέψαμε ζεϊμπέκικα και τσιφτετέλια, στο τέλος φτάσαμε να χορεύουμε ταγκό. «Οπως, στα αρχαία βαλανεία» έσκυψε και μου ψιθύρισε συνωμοτικά στο αυτί και συνέχισε: «Υπάρχει μια άλλη ανοιχτωσιά, εδώ στην Αθήνα. Είναι αλλιώς θαρρείς οι άνθρωποι. Αντίθετα, στη θεόσωστη πολιτεία μας, είναι όλοι τους σφιχτοκούραδοι… Δεν είναι μόνο η μιζέρια κι ο ανυπόφορος επαρχιωτισμός τους, νιώθεις συνεχώς κι ένα στραγγάλισμα, σα να σε σφίγγουν στο λαιμό!»
Για ένα διάστημα, όταν ήταν αποσπασμένος στο τότε Υπουργείο Παιδείας επί της οδού Μητροπόλεως, περνούσα να του πω μια καλημέρα και τότε είχα την ευκαιρία να ακούσω, πρώτος εγώ, τους στίχους που μπορεί την προηγουμένη να είχε γράψει για τον συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, εν όψει του έργου «Κέντρο Διερχομένων» που μυστικά ετοίμαζαν, τότε από κοινού. Και μάλιστα, να ζητήσει την γνώμη μου. `Η άλλοτε μου διάβαζε τους στίχους του από το τηλέφωνο, ανάμεσα σε πληροφορίες, σχόλια και τολμηρές περιγραφές που ανταλλάσαμε μεταξύ μας, όλων των ειδών και κυρίως των ερωτικών κατορθωμάτων μας…
Και πρίν με καληνυχτίσει τύχαινε μια στο τόσο, να μου δηλώσει την αγάπη του, όχι με τίποτα λόγια σαχλά κι ανόητα, αλλά αντίθετα με το ανεκδιήγητο εκείνο «σκατουλάκι», μια λέξη καθόλου εύηχη. Κι όμως, ήταν με τέτοια τρυφερότητα ειπωμένη, με τόση αγάπη που ένοιωθα να με τυλίγει ένα χνουδωτό σύννεφο ασφάλειας και θαπωρής. «’Αντε τώρα σκατουλάκι, σε αφήνω. Αύριο πάλι. Καληνύχτα», μου έλεγε.
Καληνύχτα Γιώργο, καληνύχτα.
Γιώργος Ν. Ευσταθίου
Στην μνήμη του πατέρα μου. ‘Εφυγε την ίδια ημερομηνία με τον Γιώργο Ιωάννου, στις 16 Φεβρουαρίου, αλλά 11 χρόνια αργότερα, το 1996.
Ο Γιώργος Ν. Ευσταθίου, ευβοεύς την καταγωγή, γεννήθηκε το 1956 στην Αθήνα. Εργάστηκε ως ραδιοφωνικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ με διευθυντές τον Μάνο Χατζιδάκι (1978 – 1981) και τον Δημήτρη Παπαδημητρίου (2003 – 2013). Στο μεσοδιάστημα δημοσιογραφούσε ως συντάκτης των περιοδικών ΠΡΟΣΩΠΑ του Άρη Δαβαράκη, Marie Claire και ΚΛΙΚ, DIVA, MEN, ΓΥΝΑΙΚΑ του Άρη Τερζόπουλου. Στίχους του έχουν μελοποιήσει ο Δημήτρης Παδημητρίου και ο Σταμάτης Κραουνάκης. Η ποιητική συλλογή “Η τρυφερότητα των άκρων” από τις εκδόσεις «Οδος Πανός», 2016 είναι το πρώτο του βιβλίο.
ΚΙ’ ΑΛΛΑ ΑΡΘΡΑ
Γράφουν για…
Ο Άγγελος Χατζής γράφει για τον φίλο του, τον Γιάννη Δαλιανίδη https://bit.ly/3bOIewo
Ο Ντίνος Πετράτος γράφει για την φίλη του, Έλενα Ναθαναήλ: https://bit.ly/329OKad
Η Βαλέρια Χριστοδουλίδου γράφει για τον σκηνοθέτη και φίλο της Νίκο Νικολαϊδη: https://bit.ly/2UV61SI
Η Εύη Δρούτσα γράφει για τους θείους της Μανώλη & Λούλα Αναγνωστάκη: https://bit.ly/2P1tM82
Η Ίρις Ζαχμανίδη γράφει για τον δάσκαλο μας, Βασίλη Ραφαηλίδη: https://bit.ly/38x0ANZ
Η Αθηνά Ισιγώνη γράφει για τον θείο της Alec Issigonis: https://bit.ly/2OVlBd5
————————————–