Στη σκιά του πατέρα

Δέκα ιστορίες που μας τις διηγούνται δέκα αγόρια και που η μία μπαίνει μ’ ένα περίεργο τρόπο μέσα στην άλλη. Ο ένας είναι ετοιμοθάνατος, ο άλλος delivery boy, ο επόμενος αξιωματικός του στρατού, ένας μουσικός, ένας που δουλεύει σε τηλεοπτικό στούντιο, ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας φοιτητής, ένας ταξιτζής, ένας γιος πολιτικού κι’ ένας επαγγελματίας ζιγκολό. Τι ακριβώς αναζητούν όλα αυτά τα πρόσωπα που εμπλέκονται με συγγενείς, φίλους, ξένους, μνήμες, έρωτα, θάνατο, ναρκωτικά και σεξ;  Την ευτυχία, την αναγνώριση ή τον πλούτο;Οτιδήποτε κι αν ψάχνουν, όλοι συμμετέχουν σ’ ένα «παιχνίδι» που κινείται γύρω απ’ την ανάγκη τους για επαφή και για την αναζήτηση στο νόημα του έρωτα.

0
958

Εγώ ήμουν αντράκι SHORT STORIES

Δέκα ιστορίες που μας τις διηγούνται δέκα αγόρια και που η μία μπαίνει μ’ ένα περίεργο τρόπο μέσα στην άλλη. Ο ένας είναι ετοιμοθάνατος, ο άλλος delivery boy, ο επόμενος αξιωματικός του στρατού, ένας μουσικός, ένας που δουλεύει σε τηλεοπτικό στούντιο, ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας φοιτητής, ένας ταξιτζής, ένας γιος πολιτικού κι’ ένας επαγγελματίας ζιγκολό. Τι ακριβώς αναζητούν όλα αυτά τα πρόσωπα που εμπλέκονται με συγγενείς, φίλους, ξένους, μνήμες, έρωτα, θάνατο, ναρκωτικά και σεξ;  Την ευτυχία, την αναγνώριση ή τον πλούτο;Οτιδήποτε κι αν ψάχνουν, όλοι συμμετέχουν σ’ ένα «παιχνίδι» που κινείται γύρω απ’ την ανάγκη τους για επαφή και για την αναζήτηση στο νόημα του έρωτα.

Στην σκιά του πατέρα

Διήγημα του Νίκου Μουρατίδη

[από την συλλογή διηγημάτων ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΑΝΤΡΑΚΙ- εκδόσεις Τετράγωνο]

——————————————–

ΑΚΟΥΣΤΕ ΠΩΣ ΕΧΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ, γιατί στο τέλος μπορεί και να με δικαιολογήσετε. Μη με βλέπετε στο κρεβάτι του νοσοκομείου καλωδιωμένο και διασωληνωμένο και φρικάρετε. Μπορεί να είμαι του θανατά και να δείχνω μεγαλύτερος απ’ τα είκοσι έξι μου χρόνια, αλλά υπάρχει κάποιος λόγος για όλα αυτά. Έχετε μάθει όλοι σας και χωρίς δεύτερη σκέψη βγάζετε συμπεράσματα, κολλάτε ετικέτες, καταδικάζετε ανθρώπους, τσαλαπατάτε συνειδήσεις και προσωπικότητες, και πάνω απ’ όλα είστε τόσο απόλυτοι, που δεν εξετάζετε και την άλλη όψη του νομίσματος. Υπάρχει κάτι πίσω απ’ όλο αυτό, υπάρχει μια ιστορία. Όχι, δεν είναι δικαιολογίες ή αφορμές για να πάρω άφεση αμαρτιών. Αμαρτιών;

Δεν αισθάνθηκα ούτε μία στιγμή ότι κάνω αμαρτίες. Μαλακίες έκανα και, αν τελικά ζήσω, θα κάνω και στο μέλλον. Αμαρτίες όμως δεν έχω κάνει. Αν έκανα, θα το ήξερα, θα με βασάνιζαν και δεν θα μ’ άφηναν να κοιμηθώ. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, έχω κάτι εφιάλτες, μερικές φορές πετάγομαι στον ύπνο μου ανήσυχος και μετά δεν μπορώ να ξανακοιμηθώ, το φως δεν το σβήνω ποτέ, για να μην μπορέσει να με πλησιάσει εκείνη η μορφή που έρχεται κάθε τόσο και με ταράζει και μια φορά νόμισα ότι ήταν ο πατέρας μου.

Ο πατέρας μου πέθανε νέος. Εγώ ήμουν εφτά χρόνων, ενώ τ’ αδέλφια μου, τέσσερις είμαστε, μεγαλύτερα. Ο Παναγιώτης, που είναι πριν από μένα ήταν έντεκα, ο Τάκης δεκατρία και ο Μάνος δεκαέξι. Εμένα με λένε Σταύρο. Ο πατέρας μας λοιπόν πέθανε από ναρκωτικά. Ασυλλόγιστη χρήση ουσιών κάθε είδους και απίστευτη κατανάλωση αλκοόλ. Η μάνα μου ήξερε για το αλκοόλ, γιατί πάντα λέει γύριζε μεθυσμένος, και την έδερνε κιόλας, αλλά για τα ναρκωτικά το έμαθε την ημέρα του θανάτου του. Εκείνη δεν μου έχει πει ποτέ τίποτα. Η γιαγιά μου μού τα είπε μια μέρα που μιλάγαμε κι από τότε αυτή η αποκάλυψη λες και με στοίχειωσε. Ήμουν δώδεκα όταν τα έμαθα και αυτόματα έχασα ό,τι παιδικό είχα πάνω μου. Μάλλον αυτό ήταν που από τότε μ’ έκανε σοβαρό και λιγομίλητο.

Η μάνα μου, για να τα βγάλει πέρα με τέσσερα αγόρια, αναγκάστηκε να πέσει με τα μούτρα στη βιοπάλη. Παράτησε το σπίτι μας κι άρχισε να καθαρίζει ξένα σπίτια, να δέχεται ελεημοσύνη απ’ όλη τη γειτονιά, μέχρι και κάποια Σάββατα έπαιρνε αγκαλιά εμένα, που ήμουνα ο μικρότερος, και ζητιάνευε έξω απ’ το νεκροταφείο στο Σχιστό. Πειραιώτες ήμασταν, εκεί στα σύνορα της Δραπετσώνας με τα Καμίνια μέναμε, οπότε το νεκροταφείο του Σχιστού μας έπεφτε κοντά.

Φυσικά όλοι μας μόλις τελειώναμε το δημοτικό, αρχίζαμε τη δουλειά. Δεν υπήρχαν γυμνάσια και λύκεια για μας. Τα αδέλφια μου αυτή τη στιγμή είναι οδηγοί σε μεγάλη εταιρεία μεταφορών. Ξεκίνησε πρώτος ο Μάνος και μετά δικτύωσε και τους άλλους δύο. Εγώ ξεκίνησα να δουλεύω στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς μας και τώρα δουλεύω κάνοντας εξωτερικές εργασίες σε εταιρεία ιατρικών ειδών, αλλά το μεγάλο μου πάθος ήταν η μπάλα. Δεν παίζω πια, αλλά όταν έπαιζα, ήμουν καλός. Στα δεκαέξι μου δηλαδή, που πήρα και απότομα ύψος, ήμουν το καλύτερο δεξί χαφ της περιοχής. Ήταν ακριβώς εκείνη την περίοδο που άρχισαν να μου κολλάνε και πάρα πολλές γυναίκες. Ήμουν ψηλός πια, μελαχρινός, με καλό σώμα λόγω της μπάλας, με πολύ γυμνασμένα πόδια, κοιλιακούς φέτες και κώλο πέτρα. Πρέπει να ξέρετε ότι όλες οι γκόμενες εκτός απ’ όλα τα άλλα κοιτάνε και τους κώλους των αντρών, να δουν λέει αν είναι γυμνασμένοι. Δεν τα λέω εγώ αυτά, από εκείνες τα έχω ακούσει κατά καιρούς, συν ότι πολλές την ώρα του σεξ δεν με κρατάνε αγκαλιά απ’ την πλάτη, αλλά αισθάνομαι να μου σφίγγουν τον κώλο.

Λόγω του παρουσιαστικού μου λοιπόν άρχισα να έχω πολύ μεγάλες επιτυχίες. Ξεκίνησα με τα κορίτσια της γειτονιάς, συνέχισα με κάποιες μεγαλύτερες που γνώρισα στα μπαράκια στο Μικρολίμανο, ύστερα με κάποιες παντρεμένες που τα έπιναν στον ιστιοπλοϊκό Κυριακή μεσημέρι, αλλά και τις «θείτσες» που σύχναζαν στο «Κάστρο», ένα μπαρ στη Φρεατίδα που μάζευε μόνο σαραντάρες και άνω, οι οποίες γούσταραν τεκνά. Εκεί έμαθα και το εξής καταπληκτικό: Ότι μπορούσα να γαμάω και να πληρώνομαι. Γιατί οι «θείτσες», όπως τις λέγαμε, μας χαρτζιλίκωναν πλουσιοπάροχα για τα στάνταρ της εποχής. Έφτασα κάποια στιγμή στο κινητό μου να έχω πάρα πολλά τηλέφωνα από διάφορες κυρίες, που για να τις ξεχωρίζω, τις έγραφα συνθηματικά: Λέλα-μεγάλα βυζιά, Μαίρη-ωραίος κώλος, Ντίνα- μεγάλη μύτη, Έλενα-ξυρισμένο, και διάφορα τέτοια. Κι όταν λέμε ξυρισμένο, εννοούμε το μουνί της, έτσι; Απ’ ό,τι μου έλεγαν όλες αυτές οι «κατακτήσεις» μου, αυτό που τους άρεσε πάνω μου ήταν ότι παρόλο που ήμουν μικρός, ήμουν αντράκι. Σοβαρός, λιγόλογος, χωρίς παιδικές συμπεριφορές και μαλακιούλες. Όλα αυτά, λέει, με έκαναν σέξι. Είχα βέβαια και αρκετά μεγάλη πούτσα, που μαθεύτηκε αμέσως, κι έτσι όποτε έσκαγα μύτη, γινόμουν ανάρπαστος. Κάποιες επίσης γούσταραν πολύ που ήμουν και άτριχος. Είχα γένια στο πρόσωπο, αλλά στο σώμα η τριχοφυΐα μου ήταν ελάχιστη. Και επειδή ήταν ελάχιστη, μία φορά το μήνα ξυριζόμουν παντού. Μόνο τις τρίχες του πούτσου τις κούρευα, όλες τις άλλες τις ξύριζα. Το είχα δει που το έκανε ο Χάρης, ένας συμπαίκτης μου στην μπάλα, που ήταν ο γόης του Πειραιά και των περιχώρων, αλλά το είχε πάρει πολύ πάνω του κι εμάς δεν μας έκανε παρέα.

Ήταν ωραίος, κακά τα ψέματα, και ο πρώτος από τα παιδιά της ηλικίας μας που πήρε αυτοκίνητο. Και επειδή ήταν από πολύ φτωχή οικογένεια, όλοι αναρωτιόμασταν πώς κατάφερε να πάρει αυτοκίνητο ο Χάρης, χωρίς όμως να μπορέσουμε ποτέ να βρούμε την απάντηση. Ο Χάρης λοιπόν δεν μας έκανε παρέα. Εμένα, για να καταλάβετε, άρχισε να μου μιλάει από όταν με είδε ένα βράδυ στο Cayenne της Λέλας με τα μεγάλα βυζιά. Αυτή είχε χωρίσει με τον άντρα της και του τα είχε πάρει χοντρά. Δούλευε και σε μια διαφημιστική εταιρεία στέλεχος, οπότε όχι μόνο τζιπάρα, αλλά και σπιταρόνα στο Καλαμάκι και εξοχικό στο Βραχάτι είχε. Ο Χάρης εντυπωσιάστηκε που με είδε στα μεγαλεία κι έτσι ξεκίνησε να μου μιλάει. Και το πρώτο που με ρώτησε τι ήταν λέτε;

– «Χτες βράδυ που σε είδα στο Cayenne, επειδή δεν πρόσεξα μες στο σκοτάδι, οδηγούσε άντρας ή γυναίκα;»

Γέλασα και του απάντησα ότι ήταν γυναίκα φυσικά. Όταν με ρώτησε γιατί γελάω, και επειδή δεν ήξερα τι να του πω, του απάντησα ότι δεν γνωρίζω άντρες με τέτοια αυτοκίνητα. Όλοι οι φίλοι μου είχαν, αν είχαν, αυτοκινητάκια της σειράς. Twingo, Seat, Civic και τέτοια. Ήταν η στιγμή να γελάσει εκείνος πονηρά και με υπονοούμενο. Τον ρώτησα κι εγώ λοιπόν με τη σειρά μου γιατί γελάει.

–  «Αν θέλεις να γνωρίσεις άντρες με τέτοια αυτοκίνητα, εγώ είμαι δω».

Μου έκλεισε το μάτι και έφυγε δίνοντάς μου ένα χαρτάκι που είχε γραμμένο το τηλέφωνό του. Δεν πολυκατάλαβα εκείνη τη στιγμή, μέχρι που επανήλθε ένα απόγευμα μετά την προπόνηση για να μου ανακοινώσει ότι κάτι ήθελε να μου πει. Ντυθήκαμε και πήγαμε προς το αυτοκίνητό του. Εκείνη την εποχή είχε ένα Α4 που το ’χε πάρει μεταχειρισμένο. Όταν μπήκαμε μέσα οι δυο μας, μου ξεφούρνισε το παραμύθι. Είχε λέει έναν τύπο με πολλά λεφτά, που του άρεσαν οι ανωμαλίες. Ξύλο, βρισίδι και τέτοια. Γούσταρε όμως μόνο τεκνά, και μάλιστα σε δυάδες. Μερικές φορές ήθελε να ντύνονται και με ειδικές στολές. Τα άκουγα και δεν ήξερα αν έπρεπε να φρικάρω ή να γελάσω, αλλά περίμενα ανέκφραστος, γιατί μιλούσε πολύ σοβαρά. Όταν άκουσα όμως ότι στο τέλος ο τύπος θα μας έδινε κι από τριακόσια ευρώ στον καθένα, κατάλαβα γιατί το αντιμετώπιζε σοβαρά. Οι «θείτσες» ήταν πιο σφιχτές σ’ αυτό το θέμα. Μόνο η Ντίνα με τη μεγάλη μύτη, που ήταν και πενήντα φεύγα και είχαν κρεμάσει και τα βυζιά της, όταν μια φορά ήταν στις καλές της, μου είχε δώσει εκατό είκοσι ευρώ. Κατά τις οχτώ μου τηλεφώνησε για να με ρωτήσει τι αποφάσισα. Θα πήγαινα μαζί του το βράδυ στο Ψυχικό στο σπίτι του τύπου ή όχι; Σκέφτηκα αστραπιαία τα τριακόσια ευρώ και είπα ναι. Και πήγαμε. Έπαθα πλάκα. Πρώτη φορά πήγαινα στο Ψυχικό. Τι σπίτια ήταν αυτά! Τι βίλες, τι επαύλεις! Μερικά είχαν και σεκιουριτάδες και κάποια άλλα φυλάκια με μπάτσους απ’ έξω. Από αυτοκίνητα, άσε καλύτερα, μην το ψάχνεις! Μόνο μάρκες πρώτης κατηγορίας.

Φτάσαμε κοντά σε μια πλατεία που είχε τέτοιες τεράστιες βίλες και δύο τρεις πολυκατοικίες, όχι όμως σαν τις δικές μας. Αυτές ήταν με πολύ λίγους ορόφους και μες στη χλίδα. Γκαράζ, κήποι, απέραντες βεράντες και, απ’ ό,τι μου είπε ο Χάρης, κάθε όροφος είχε ένα διαμέρισμα. Ο κύριος που πηγαίναμε ήταν διευθυντής σε μεγάλη τράπεζα, με δύο παντρεμένες κόρες, που πρόσφατα τον είχαν κάνει παππού. Του χτυπήσαμε και μας άνοιξε την κάτω πόρτα, αλλά όταν φτάσαμε στον τέταρτο όροφο, που ήταν και ο τελευταίος της πολυκατοικίας, η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή. Ο Χάρης μπήκε με άνεση, λες και ήταν σπίτι του. Ήξερε όλα τα κατατόπια και τι έπρεπε να κάνει.

Κατευθείαν με πήγε σ’ ένα δωμάτιο που, όπως μου είπε, ήταν ο ξενώνας − δεν ήξερα μέχρι τότε αυτή τη λέξη − και πάνω στο κρεβάτι είχε κάτι στολές. Στολές Ρωμαίων στρατιωτών, με κοντό χιτώνα, περικεφαλαία, ειδικό μεταλλικό θώρακα, σανδάλια, σπαθιά, κοντάρια και… ένα μαστίγιο. Είδα τον Χάρη ν’ αρχίζει να γδύνεται και μου είπε να τα βγάλω κι εγώ όλα. Και το σώβρακο. Τον είδα ότι έκλεβε ματιές για να δει το μέγεθος της πούτσας μου, μια και ποτέ δεν είχαμε «τρακαριστεί» στα ντους του γηπέδου. Πάντα έφευγε χωρίς να κάνει ντους μαζί μας. Ικανοποιήθηκε με το μέγεθός μου, απ’ ό,τι κατάλαβα, και καθυστερώντας να ντυθεί, με άφησε να δω κι εγώ τη δική του. Την είχε κι αυτός μεγάλη. Μπορεί και λίγο πιο μεγάλη από τη δική μου.

Αφού βοήθησε ο ένας τον άλλο να φορέσουμε τις στολές μας, ξεβράκωτοι και οι δύο από κάτω, με τις πούτσες να κρέμονται, πήγαμε σε ένα άλλο δωμάτιο που φωτιζόταν μόνο με κεριά. Ο κύριος Μιχάλης, έτσι τον έλεγαν τον «παππού», ήταν ξαπλωμένος με μια ρόμπα πάνω σ’ ένα διπλό κρεβάτι και μας κοίταζε πρόστυχα. Ο Χάρης τον πλησίασε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα τη στιγμή που ο «παππούς» του χούφτωνε το παπάρι.

– «Πώς τον λένε το φίλο σου;»

Ο Χάρης μου έκανε νόημα να πλησιάσω και έκανε τις συστάσεις. Αντί για χειραψία, ο «παππούς» χούφτωσε και το δικό μου. Να μη σας τα πολυλογώ, ξαπλώσαμε κοντά του, μας χάιδεψε, μας έγλειψε, ήπιαμε τα ποτά μας, τον δέσαμε, τον βρίσαμε με τις χυδαιότερες βρισιές που ξέραμε –και ξέρουμε πολλές, σας το εγγυώμαι- του δώσαμε και μερικές ξυλιές στον κώλο, ο Χάρης με το μαστίγιο, εγώ με το χέρι, και στο τέλος μας έβαλε να χύσουμε ο ένας στο πρόσωπο κι ο άλλος στο στήθος του. Ο Χάρης την ώρα που τον έχυνε και του τα πασάλειβε στη μούρη, συγχρόνως είχε βάλει το πόδι του στον κώλο του παππού κι εκείνη την ώρα τον έβρισε πιο χυδαία από ποτέ. Έτσι τέλειωσε κι εκείνος. Μετά κάναμε κι οι τρεις μαζί ένα ντους στο υπερσύγχρονο ειδικό δωμάτιο που είχε, γιατί ήθελε λέει να μας σαπουνίσει με τα χέρια του. Και αφού μας έτριψε και μας σαπούνισε, μετά μας σκούπισε με κάτι τεράστιες χνουδωτές και αφράτες πετσέτες. Δεν ήξερα ότι υπήρχαν τόσο αφράτες πετσέτες. Οι δικές μας στο σπίτι ήταν εντελώς διαφορετικές. Λεπτές και «άγριες». Ύστερα απ’ όλη αυτή την περιποίηση, διαλέξαμε και βάλαμε μία από τις πέντε έξι διαφορετικές κολόνιες που βρίσκονταν αραδιασμένες εκεί πάνω, ντυθήκαμε και φύγαμε. Είδα τον Χάρη να τον αποχαιρετά με άνεση και φιλάκια στην πόρτα, αλλά εμένα με ζώσανε τα φίδια, γιατί λεφτά δεν είδα να μας δίνει. Όταν έξω τον ρώτησα, προσβλήθηκε και μου την είπε:

–  «Τι είμαστε, ρε, πουτάνες να μας δώσει τα λεφτά στο χέρι;»

Του τα είχε βάλει στο παντελόνι του κάποια στιγμή χωρίς να τον πάρουμε είδηση. Έτσι λέει γινόταν πάντα. Έβγαλε έξι χαρτονομίσματα των εκατό, μου έδωσε τα τριακόσια μου και είπαμε να πιούμε ένα τελευταίο ποτάκι σε κανένα κωλόμπαρο στα μέρη μας. Άλλωστε ήταν ακόμη νωρίς.

Αυτή ήταν η πρώτη μου ομοφυλοφιλική εμπειρία, και ήμουν μόλις δεκαεννέα χρόνων. Ακολούθησαν κι άλλες. Πολλές. Οι «θείτσες» σιγά σιγά μπήκαν στο περιθώριο, γιατί ήταν μίζερες οι κακομοίρες. Για να καταλάβετε, μια φορά που με πήρε η Μαίρη − που δεν λέω, παρ’ όλα τα πενήντα τρία της είχε ωραίο κώλο− και της είπα να μου δώσει διακόσια ευρώ γιατί είχα μια ανάγκη, τσίνισε, μου απάντησε «Μια άλλη φορά» και μου το έκλεισε. Χέστηκα κι εγώ. Με εβδομήντα και εκατό να πάει να πάρει κανέναν Αλβανό, όχι εμένα.

SHORT STORIES, STI SKIA TOU PATERA, Βιβλία, Διήγημα, "Στην σκιά του πατέρα", Εγώ ήμουν αντράκι, Εκδόσεις Τετράγωνο, Nikos On Line, nikosonline.gr

Κάνοντας παρέα πια με τον Χάρη, η περιοχή μας με είχε χάσει. Πού μ’ έχανες, πού μ’ έβρισκες, Κολωνάκι, Γλυφάδα, Βουλιαγμένη, Γκάζι, Περιφερειακό του Λυκαβηττού, Ψυχικό και δεν συμμαζεύεται. Μέχρι και στο Λουτράκι πηγαίναμε σ’ έναν παντρεμένο, που μας ειδοποιούσε όταν έλειπε η γυναίκα του. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο Χάρης είχε αρχίσει τις «επισκέψεις» σε κυρίους από τα δεκαεφτά του, κι έτσι απέκτησε αυτοκίνητο, και γι’ αυτό ντυνόταν πάντα στην πένα, και γι’ αυτό είχε βάλει και κάτι στην άκρη. Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς λοιπόν, άρχιζα να γνωρίζω και πολλούς επώνυμους. Τραγουδιστές, ηθοποιούς, σχεδιαστές μόδας, δημοσιογράφους, κομμωτές και γενικώς τέτοιους. Πείτε μου ονόματα να σας λέω. Όλους τους έχω πάρει. Κι αυτούς που είναι γνωστοί γκέι, αλλά και κάποιους που δεν πάει το μυαλό σου.

Μερικοί είναι άψογοι. Κύριοι με τα όλα τους. Διακριτικοί, καθαροί, με τα λεφτά τους, τα δώρα τους, δεν έχω κανένα παράπονο. Μια φορά μόνο ένα από αυτά τα σούργελα που βγαίνουν συνέχεια στην τηλεόραση με πήρε τηλέφωνο και τι μου είπε; «Έχω τριάντα ευρώ, έρχεσαι;», κι όταν του είπα ότι δεν μπορούσα να πάω, μ’ έβρισε κιόλας. Τον μαλάκα τον μπατίρη. Αυτός, που λέτε, είναι ένα νούμερο που δηλώνει στυλίστας, αλλά ανάθεμά με αν έχει κάνει ποτέ αυτή τη δουλειά. Όλο έλεγε ότι θα με φωτογράφιζε για τα περιοδικά, αλλά τίποτα. Πουλάει φούμαρα λες κι είμαστε χτεσινοί. Αυτού του αρέσει να ντύνεται και να βάφεται γυναικεία, με κομπινεζόν και ρόμπες κι από κάτω τακούνια. Στο σεξ δεν κάνει πολλά πράγματα. Άντε καμιά πίπα. Αυτό που γουστάρει είναι το χυδαίο βρίσιμο, τα πουτσοσκάμπιλα, καμιά κλοτσιά στον κώλο και να του γαμωσταυρίζεις τον πατέρα του. Εκεί ηδονίζεται πιο πολύ απ’ οτιδήποτε άλλο. Θέλει να του βρίζουν τον πατέρα. Άκου ανωμαλία!

Στο σημείο αυτό πρέπει να σας διευκρινίσω δύο πράγματα για τις ομοφυλοφιλικές μου περιπέτειες. Πρώτον στο στόμα φιλάω μόνο όσους γουστάρω και δεύτερον, στην ψυχή του πατέρα μου, δεν έχω γαμήσει κανέναν τους. Μπορώ να κάνω ό,τι θέλουν, αλλά ο πούτσος μου στον κώλο τους δεν έχει μπει. Τους αφήνω να μου γλείφουν τον κώλο, τα δάχτυλα των ποδιών, τις μασχάλες, την πούτσα, φυσικά και ό,τι άλλο θέλουν, αλλά γαμήσι ποτέ. Όσο για τα φιλιά στο στόμα, μόνο με όσους αισθάνομαι καλά και όχι με την πρώτη. Πρέπει να παρθούμε πολλές φορές για ν’ αφήσω κάποιον να με φιλήσει με γλώσσα. Γιατί μερικοί μυρίζουν κιόλας, όχι μόνο στο στόμα αλλά και στο σώμα. Άσ’ τα να πάνε. Αλλά τι να κάνουμε, τα λεφτά που δίνουν οι γκέι δεν τα δίνουν οι γυναίκες.

Με τις γυναίκες μεγάλης ηλικίας έκοψα τα πάρε δώσε, αλλά απ’ τις μικρές δεν μπορώ να ξεκολλήσω με τίποτα. Θέλω κάθε βράδυ κι άλλη. Αν δεν βγω να πιώ τον «κώλο» μου και να ψωνίσω κανένα μουνάκι, δεν ησυχάζω. Σαν μαλάκας λίγο πιο παλιά πήγα και έδωσα υπόσχεση στη Νατάσα, μια κοπέλα που μένει κοντά μου, ότι θα είμαστε ζευγάρι, αλλά εγώ της έριχνα κέρατο που πήγαινε σύννεφο. Και επειδή άρχισε να με παρακολουθεί και να με μανουριάζει, τη σούταρα. Δεν είμαι εγώ για δεσμεύσεις και τέτοια. Τελευταία ένας γκέι που τον επισκεπτόμουν αρκετά συχνά άρχισε να με κερνάει και κόκα. Επειδή εκείνος έπινε, μου το πέταξε απ’ έξω απ’ έξω, κι όταν του είπα ότι θα ήθελα να δοκιμάσω, έβγαλε και ήπιαμε. Η κόκα είναι άλλο «φεύγα». Έχεις τρομερή εγκεφαλική καύλα, αλλά αργεί να σου σηκωθεί κι αργείς να χύσεις. Αφού αργότερα που είχα δικτυωθεί με κάτι φιλαράκια απ’ τον Πειραιά και πίναμε συχνά, μια γκόμενα τσαντίστηκε που δεν μου σηκωνόταν και μου έβαλε τις φωνές. «Κωλοδάχτυλο θέλεις, ρε μωρό μου, για να σου σηκωθεί;» Μες στο λιώμα μου της άστραψα μία, που γύρισε το κεφάλι της απ’ την άλλη. Άκου κωλοδάχτυλο! Άλλα έλα που γούσταρε η πουτάνα κι άρχισε τα «Δώσε μου κι άλλη», «Χτύπα μου τα κωλομάγουλα», «Βάρα μου τις ρώγες» και κάτι τέτοια.

Μ’ εκείνα και με τ’ άλλα άρχισα να φτιάχνω κι εγώ τον δικό μου κύκλο και να μην έχω ανάγκη τον Χάρη. Δικτυώθηκα, άρχισα να δίνω το τηλέφωνό μου δεξιά κι αριστερά, συν ότι έβαλα φωτογραφία και αγγελία σε gaysite γνωριμιών και ξεκίνησα, όπως ένας φίλος, να κάνω γνωριμίες από το “Gaydar” και το “Gayromeo”. Αυτός, που λέτε, επειδή είναι ορφανός και δεν έχει να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, είχε βάλει μέχρι φωτογραφίες με το πρόσωπό του και το τηλέφωνό του. Είναι και κορμάρα και γινόταν ανάρπαστος. Κοντός, αλλά κορμάρα. Στη φωτογραφία δεν φαίνεται το κοντός. Βλέπεις το στήθος, τους κοιλιακούς ή τα πόδια του και παθαίνεις ήττα. Συν ότι αυτός δεν είχε πρόβλημα και γαμούσε αβέρτα κουβέρτα. Αυτός, αν είχε κέφια, μπορούσε να βγάλει και χίλια ευρώ τη μέρα. Έπαιρνε βέβαια εκατό πενήντα το λιγότερο. Εγώ το περισσότερο που είχα βγάλει σε μία μέρα ήταν τέσσερα κατοστάρικα από τρία άτομα. Ο ένας μου είχε δώσει διακόσια και οι άλλοι δύο από εκατό.

Απέκτησα, που λέτε, πελάτες στη Θεσσαλονίκη, στην Κρήτη, στην Κύπρο, ένας με κάλεσε να πάω στο Λονδίνο, αλλά φοβήθηκα και δεν πήγα, παρόλο που με όλα τα έξοδα πληρωμένα μου έδινε και χίλια πεντακόσια ευρώ στο χέρι για Σαββατοκύριακο. Τη μεγάλη μου θραύση όμως την έκανα όταν άρχισα να πηγαίνω στη Μύκονο. Κυρίως από εκεί δικτυώθηκα, και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, εκεί τους γνώρισα όλους. Μεγάλο μπουρδελονήσι. Αρχίζαμε να πηγαίνουμε απ’ το Πάσχα και σταματάγαμε τον Οκτώβριο. Είχα φτιάξει μια παλιοπαρέα με ποδοσφαιριστάκια Πειραιωτάκια είκοσι τεσσάρων, είκοσι πέντε χρόνων, με ανάλογες πούτσες και κορμάρες, διατεθειμένους να κάνουν τρέλες, πηγαίναμε στη Μύκονο και τα κάναμε μπουρδέλο. Ό,τι λεφτά βγάζαμε από τις αδελφές, τα πίναμε σε αλκοόλ και σε κόκα. Και μην ακούτε ότι στη Μύκονο πάει η καλή κοινωνία. Στη Μύκονο πάνε αυτοί οι φραγκάτοι που έχουν τα σπίτια κι εμείς για να τους καυλώνουμε. Άντρες και γυναίκες.

Έτσι γνωρίστηκα με τον Άρη. Έναν τύπο μετρίου αναστήματος, με ξυρισμένο κεφάλι και με τόσο μεγάλη πούτσα, που δεν είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Ο Άρης είναι γκέι κι έχει δεσμό με ένα Γάλλο ακόμα πιο γκέι. Όταν γνωρίστηκαν, ο Άρης ήταν είκοσι τριών κι εκείνος πενήντα πέντε. Τώρα ο Άρης είναι σαράντα πέντε και ο Γάλλος εβδομήντα εφτά. Ο οποίος Γάλλος έχει κοσμηματοπωλεία − ένα στο Παρίσι, ένα στην Ελβετία, ένα στο Σαν Τροπέ κι ένα στη Μύκονο. Της Μυκόνου και της Ελβετίας θα τα αφήσει μετά θάνατον στον Άρη. Τα άλλα στην Γαλλία θα τα αφήσει στον Γάλλο γκόμενο που έχει εκεί. Και πηγαινοέρχεται. Όταν είναι εδώ ο Γάλλος, ο Άρης φοβάται μην τον πάρει είδηση και δεν μου τηλεφωνεί καθόλου. Όταν όμως λείπει στη Γαλλία, είμαστε πιο άνετα. Βέβαια δεν με έχει αποκλειστικό. Με βάζει και του κουβαλάω κι άλλους. Του αρέσει να κάθονται όλα τα τεκνά στον καναπέ και να τις παίζουν κι αυτός, γονατιστός, να περνάει και να μας ξετσιμπουκιάζει όλους. Όμως έξω κυκλοφορεί πάντα μαζί μου. Λέει «Σταύρος» και λιώνει. Κι όταν λείπει στο εξωτερικό και γυρίζει, είμαι ο πρώτος που τηλεφωνεί. Αν θέλει να πάμε σε κανένα μπαρ ή στα μπουζούκια, εγώ οργανώνω τα πάντα. Μαζεύω την «ομάδα», τρία τέσσερα φιλαράκια, πάμε απ’ το σπίτι του, πίνουμε τις γραμμές μας και μετά βγαίνουμε να διασκεδάσουμε. Ο Άρης πάντα έχει κόκα. Ακόμα και έλλειψη να υπάρχει στην πιάτσα, ο Άρης έχει. Τρομερός καβατζάκιας. Στα κλαμπ και τα μπαρ που πηγαίνουμε, μετά από κάποια στιγμή εγώ συνήθως ψωνίζω καμιά ξέμπαρκη μπαρόβια και «την κάνω» σε κάποιο ξενοδοχείο, ενώ ο Άρης φεύγει με κάποιο άλλο παιδί απ’ την παρέα, αλλά δεν με νοιάζει, γιατί, είπαμε, εγώ είμαι ο κολλητός του. Εγώ είμαι ο σύνδεσμος.

Στη Μύκονο όμως, επειδή το σπίτι είναι του Γάλλου, δεν μπορεί να με φιλοξενεί πολύ εύκολα, γιατί φοβάται μην τον «καρφώσει» κανείς. Και ο γέρος είναι πολύ ζηλιάρης. Μια δυο φορές μ’ έχει φιλοξενήσει, αλλά μαζί με μια φίλη του για ξεκάρφωμα. Συνήθως μένουμε σε κάτι ενοικιαζόμενα δωμάτια της πλάκας, αλλά σάμπως είμαστε και καθόλου εκεί, όλο έξω γυρνάμε. Στη Μύκονο πάλι συμβαίνει το εξής καταπληκτικό: Μπορεί να μιλάμε με τις κυριλάτες γκόμενες, να βγαίνουμε, να διασκεδάζουμε, να τις κερνάμε και να τις μπαλαμουτιάζουμε, αλλά δεν κάθονται να γαμηθούν. Μέχρι και ψεύτικα τηλέφωνα δίνουν οι καριόλες. Όλες μυξοπαρθένες το παίζουν ή ποιος ξέρει τι άλλο έχουν στο μυαλό τους. Όσες φορές έχω γαμήσει στη Μύκονο, ή ξεκωλιάρα θα ήταν, ή μπαρόβια ή πρεζού. Κανονική κοπέλα δεν μου έχει κάτσει. Με τους γκέι δεν υπάρχει πρόβλημα, και στα όρθια στις τουαλέτες δίνω πίπα όταν ξεμένω, για να μου «σκάσουνε» κανένα πενηντάρικο και να μπορώ να συνεχίσω το πιόμα μου

Μας συνέβη και κάτι όμως που πρέπει να σας το πω. Ένα Σαββατοκύριακο, που ήμασταν μαζεμένα όλα τα αστέρια του Πειραιά, μας λέει ο ένας ότι το βράδυ είμαστε καλεσμένοι σ’ ένα γάμο. Απ’ αυτούς τους πολυδιαφημισμένους γάμους, που τους δείχνει και η τηλεόραση. Και για να μη σας τα πολυλογώ, το φιλαράκι μας ήταν καλεσμένος γιατί γαμούσε το γαμπρό. Πάμε λοιπόν στο γάμο μια παρέα πέντε έξι αγόρια, όλοι ποδοσφαιριστές, και ήμασταν σαν τη μύγα μες στο γάλα. Και το λέω αυτό, γιατί έβλεπες πάρα πολλές αδελφές, πολλούς κοσμικούς, μερικούς υποτίθεται επώνυμους, κι ανάμεσα σ’ όλους αυτούς κι εμάς. Ακούστε τώρα φάση. Ο γάμος έγινε κι όταν τέλειωσε, ο γαμπρός παράτησε τη νύφη με τους γνωστούς της και παρέα με δυο τρεις άλλους γκέι φίλους του μας κάλεσε σε ένα σπίτι, όπου ήπιαμε και ρουφήξαμε τον κώλο μας, και μετά κάναμε μια παρτούζα ξεγυρισμένη! Και είχαν τόση κόκα, που έπαιρνε, την έβαζε πάνω στον πούτσο μου και μετά μ’ έβαζε να τον πιπώνω. Πριν μισή ώρα τον έβλεπα να παντρεύεται και τώρα μου την έπαιρνε πίπα. Πολύ φάση. Δεν ξέρω αν όλο αυτό το έμαθε ποτέ η νύφη, η οποία βεβαίως ήξερε με ποιον παντρευόταν και ήταν όλα συνεννοημένα εξαρχής. Τέτοιοι γάμοι γίνονται πια. Για το θεαθήναι.

Με βλέπετε τώρα τέζα στο κρεβάτι του νοσοκομείου να σας λέω όλα αυτά και κουνάτε το κεφάλι σας, γιατί όλα αυτά με έχουν φέρει σ’ αυτή την κατάσταση. Εμ, τι να κάνω που δεν είχα μυαλό να προσέχω και να φυλάγομαι απ’ τις καταχρήσεις και τις κραιπάλες. Θα μου πεις κρίμα, είκοσι έξι χρονών παλικάρι να πεθάνει έτσι άδικα. Για να μη σας λέω όμως φούμαρα, υπήρξε και κάποιος άνθρωπος στη ζωή μου που μου είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου. Ο Πέτρος. Συναντιόμασταν σπίτι του ανελλιπώς επί ένα χρόνο, μία φορά τη βδομάδα. Μαγείρευε, τα λέγαμε πίνοντας πάντα κόκκινο κρασί, τρώγαμε, κάναμε έρωτα και μετά άντε πάλι την άλλη βδομάδα. Το είχαμε καθιερώσει σαν στάνταρ εβδομαδιαίο ραντεβού. Με γούσταρε πολύ αυτός ο τύπος και ήταν ο μόνος με τον οποίο περνούσα δύο και τρεις ώρες παρέα. Τα λέγαμε καλά. Με τους άλλους στο μισάωρο, άντε μία ώρα το πολύ κι είχα φύγει.

Ο Πέτρος λοιπόν, μετά από κάποιους μήνες που βρισκόμασταν, μάλλον την «είχε πατήσει» μαζί μου, κι εγώ μες στο λιώμα μου δεν είχα καταλάβει Χριστό ή έκανα ότι δεν καταλάβαινα. Εγώ δεν ήθελα τέτοια. Δεν ήθελα αγάπες και δεσμεύσεις. Εκείνος με καψουρεύτηκε, αλλά απ’ την άλλη δεν τον ένοιαζε καθόλου που του έλεγα τα γκομενικά μου. Με αδελφές δεν γούσταρε να πηγαίνω, αλλά με γκόμενες δεν είχε πρόβλημα. Πάντα με άκουγε και με συμβούλευε. Ο Πέτρος ήταν ο μόνος άνθρωπος στη ζωή μου που ένα βράδυ που είχαμε τα τρυφερά μας, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε ότι ήθελε να είναι πατέρας μου, αδελφός μου, φίλος μου και γκόμενός μου. Άκου εξήγηση το άτομο! Εμένα όμως, που ο εγκέφαλός μου από την κόκα και το αλκοόλ είχε γίνει σουρωτήρι, πού να καταλάβει το βαθύτερο νόημα όσων μου είχε πει. Πόσο σπουδαίο είναι για ένα νέο παιδί να συναντήσει στη ζωή του έναν άνθρωπο που να του πει τέτοια κουβέντα. Ήταν ο μόνος που μου τα έλεγε, που νοιαζόταν και ενδιαφερόταν για μένα. Αλλά εγώ που μυαλό να τον ακούσω. Και δεν του τα είχα πει κι όλα. Από κάτι μέσες άκρες είχε βγάλει ο άνθρωπος κάποια συμπεράσματα και με συμβούλευε. «Μην πίνεις τόσο αλκοόλ, το συκώτι σου», «Όχι συνδυασμό κόκας με αλκοόλ», «Μην παίρνετε αυτή την απαίσια κόκα που είναι συνθετική», «Πώς να σε πάρει στα σοβαρά, ρε Σταύρο, μια κανονική κοπέλα; Αφού όλο κι όλο το λεξιλόγιό σου περιλαμβάνει πενήντα λέξεις», και τέτοια. Δίκιο είχε, δεν λέω, γιατί − κακά τα ψέματα − ένας φουκαράς, λαϊκός, αμόρφωτος, φτωχός γκόμενος ήμουνα, κι ας οδηγούσα Mazda και καλά, κι ας σύχναζα στα καλύτερα μέρη, κι ας φορούσα αθλητικές φόρμες Armani και διάφορα άλλα σινιέ ρούχα − μαϊμούδες τα περισσότερα. Μου τα έλεγε, αλλά εγώ τον έγραφα κι αυτόν και τις συμβουλές του στα παπάρια μου. 

Με τον Πέτρο όμως έπαθα αυτό που δεν μου έχει ξανασυμβεί με κανέναν άλλο. Ενώ συνήθως εγώ ξεκόβω από μια γνωριμία ή σχέση, μ’ αυτόν έγινε το αντίθετο. Με έδιωξε. Παρόλο που κάναμε πολύ καλό σεξ, και τρυφερό και πρόστυχο, και τον φίλαγα στο στόμα και τα βυζιά του έγλειφα και μια δυο φορές είχα τελειώσει στο στόμα του και τα είχε καταπιεί, παρόλο που μου είχε πει ότι μ’ αγαπάει και ότι δεν με βλέπει μόνο σαν βίζιτα, παρόλο που αρκετές φορές δεν του είχα πάρει λεφτά και παρόλο που ήθελε να τελειώσω με το στρατό για να με βάλει σε μια σειρά, τελικά μ’ έδιωξε. Και η πλάκα είναι ότι αν τώρα πεθάνω σ’ αυτό το κωλονοσοκομείο, δεν θα έχω μάθει και το γιατί.

Πώς έγινε; Ήταν παραμονές Πάσχα κι έφυγα για τη Μύκονο χωρίς να του πω ότι φεύγω και επιπλέον δεν του έστειλα κι ένα μήνυμα με χρόνια πολλά. Ούτε κι αυτός. Όταν πέρασαν τρεις τέσσερις βδομάδες χωρίς να έχουμε επικοινωνήσει καθόλου, του έστειλα ένα από εκείνα τα πρόστυχα γραπτά μηνύματα που ήξερα ότι τον καύλωναν. «Χρόνια πολλά, καριόλη. Καλά χυσίματα». Και μετά από λίγο, με μεγάλη μου έκπληξη, παίρνω την εξής απάντηση, που μπορεί ακόμα και τώρα να μην την έχω σβήσει. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά καριόλης είσαι και φαίνεσαι. Μαλάκα». Κοίταγα την απάντηση και δεν πίστευα στα μάτια μου. Είχε σβήσει το τηλέφωνό μου από τη μνήμη του κινητού του; Έκανα ότι δεν κατάλαβα και του απάντησα, «Χα-χα-χα-χα-χα, πολύ καλό. My name is Stavros». Η απάντηση που ήρθε στο κινητό μου ήταν η εξής: «Δεν πήγε το μυαλό μου ότι ήσουν εσύ». Τίποτα άλλο. Έτσι νέτα σκέτα. Παρ’ όλα αυτά του απάντησα πάλι με μια μαλακία του τύπου «Εσένα το μυαλό σου πάει μόνο στο σεξ», περιμένοντας να «τσιμπήσει» και να μου πει να βρεθούμε. Αυτός σιωπή. Τέλος. Δεν μου απάντησε ποτέ, ούτε με ξαναπήρε τηλέφωνο ποτέ. Βέβαια είμαι σίγουρος ότι αν ήξερε ότι είμαι στο νοσοκομείο, θα ερχόταν να με δει, αλλά πού να το μάθει; Μετά από τα δικά μας έμαθα ότι σταμάτησε να κάνει παρέα και με κάτι άλλους κοινούς μας γνωστούς, κι έμαθα ακόμα ότι δεν ξαναπήρε ποτέ παιδί επί πληρωμή. Αυτό με χαροποίησε κάπως, γιατί δεν το κρύβω ότι είχα στενοχωρηθεί λίγο όταν με σούταρε. Θα πληγωνόταν ο εγωισμός μου αν μετά από μένα έβρισκε κάποιον άλλο.

Είκοσι έξι χρόνων, ένα παιδί μέχρι εκεί πάνω, και είμαι στο νοσοκομείο σχεδόν ετοιμοθάνατος. Και κοιτάζω τη ζωή μου προς τα πίσω και δεν βλέπω τίποτε άλλο παρά μόνο μεθύσια, ναρκωτικά και παρσίματα. Ό,τι μ’ έφτασε δηλαδή σ’ αυτή την κατάσταση που είμαι τώρα. Ξάπλα στο νοσοκομείο, με οξυγόνο στη μύτη και δυο τρεις μπουκάλες με αντιβιοτικά και ορούς τριγύρω μου, να ρίχνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα σταγόνες στη φλέβα μου. Ασυλλόγιστη χρήση κοκαΐνης, με MDMA και απίστευτη κατανάλωση αλκοόλ. Θα τη σκαπουλάρω άραγε ή θα πάω σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, όπως ο πατέρας μου; Αλλά γιατί αισθάνομαι σαν να είμαι στη σκιά του;

——————————-

 

 

 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

Please enter your comment!
Please enter your name here

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.