Εγώ ήμουν αντράκι SHORT STORIES
Δέκα ιστορίες που μας τις διηγούνται δέκα αγόρια και που η μία μπαίνει μ’ ένα περίεργο τρόπο μέσα στην άλλη. Ο ένας είναι ετοιμοθάνατος, ο άλλος delivery boy, ο επόμενος αξιωματικός του στρατού, ένας μουσικός, ένας που δουλεύει σε τηλεοπτικό στούντιο, ένας δημόσιος υπάλληλος, ένας φοιτητής, ένας ταξιτζής, ένας γιος πολιτικού κι’ ένας επαγγελματίας ζιγκολό. Τι ακριβώς αναζητούν όλα αυτά τα πρόσωπα που εμπλέκονται με συγγενείς, φίλους, ξένους, μνήμες, έρωτα, θάνατο, ναρκωτικά και σεξ; Την ευτυχία, την αναγνώριση ή τον πλούτο; Οτιδήποτε κι αν ψάχνουν, όλοι συμμετέχουν σ’ ένα «παιχνίδι» που κινείται γύρω απ’ την ανάγκη τους για επαφή και για την αναζήτηση στο νόημα του έρωτα.
Η Μετακόμιση
Διήγημα του Νίκου Μουρατίδη
[από την συλλογή διηγημάτων ΕΓΩ ΗΜΟΥΝ ΑΝΤΡΑΚΙ- εκδόσεις Τετράγωνο]
————————————-
Δεν θα πρέπει να είχε παράπονο. Στην κηδεία του πήγαν όλοι όσοι θα ήθελε. Μέχρι και η Γιώτα που φόρεσε μαύρα, κάθισε απομονωμένη κι έκλαψε κιόλας.
Η Γιώτα παντρεύτηκε τελικά ένα κακομοίρη, γύρω στα πενήντα, που δούλευε στο υπουργείο εθνικής άμυνας και μετακόμισαν στην Ηλιούπολη όπου ήταν το πατρικό του. Απ’ το κομμωτήριο είχε φύγει προ πολλού μια και ο άντρας της είχε αρκετά για να την συντηρεί. Είχε πάψει επιτέλους να έχει όλη αυτή την ανασφάλεια που κουβαλούσε μέσα της για το τι θα γινόταν στο μέλλον και ήθελε από δω και πέρα να γλεντήσει τη ζωή της.
Μέχρι να τελειώσει η ανακαίνιση του σπιτιού του άντρας της, νοίκιασαν το ισόγειο μιας διώροφης μονοκατοικίας, που πάνω έμεναν οι ιδιοκτήτες με τους δυο γιους τους. Τον Φάνη, που ήταν μόνιμος αξιωματικός του στρατού, ψηλός, ωραίος και τριαντάρης και τον Τηλέμαχο, που αυτήν την εποχή βρισκόταν λόγω σπουδών στην Θεσσαλονίκη.
Εγώ λοιπόν είμαι ο Φάνης, που είμαι μόνιμος αξιωματικός του στρατού, κι’ άκου τώρα κωλοφαρδία. Όταν γύρισα στο σπίτι το μεσημέρι από την δουλειά, οι γέροι μου είχαν πέσει για το μεσημεριάτικο υπνάκο τους και η Καίτη που ετοίμαζε να φάμε μου είπε το ευχάριστο νέο.
- Ο μπαμπάς νοίκιασε το σπίτι
Έλαμπε από χαρά, γιατί μ’ αυτά τα έξτρα λεφτά υποτίθεται ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε τους επίσημους αρραβώνες μας και ν’ αρχίσουμε να σκεφτόμαστε το γάμο. Η Καίτη είναι είκοσι επτά χρόνων και περιμένει να διοριστεί νοσηλεύτρια.
- Νοικιάστηκε επί τέλους; Ποιοι το πήραν;
- Ένα πολύ συμπαθητικό ζευγάρι. Αυτός απ’ ότι κατάλαβα έχει μια παλιά μονοκατοικία λίγο πιο πάνω, που την γκρεμίζει σχεδόν όλη για να την φτιάξει από την αρχή. Ήθελαν λοιπόν ένα σπίτι για να είναι κοντά στην οικοδομή και να επιβλέπουν τις εργασίες.
- Τι δουλειά κάνει;
- Στο υπουργείο εθνικής άμυνας είναι.
Ε, είναι κωλοφαρδία ή δεν είναι; Όχι ότι έχω κάποιο πρόβλημα, αλλά καλό είναι στη δουλειά μας να υπάρχει και ένα πολιτικό μέσον.
Την επομένη το απογευματάκι είχα ξαπλώσει στον καναπέ χαζεύοντας τηλεόραση, οι γέροι μου κοιμόντουσαν και η Καίτη είχε πάει στης αδελφής της. Εγώ περίμενα τον κολλητό μου τον Γιώργο να πάμε για να αγοράσω κοστούμι όταν ξαφνικά άκουσα μανούβρες φορτηγού σαν να προσπαθούσε να παρκάρει. Σηκώθηκα και κοίταξα απ’ το παράθυρο και πράγματι ήταν το φορτηγό που μετέφερε τα πράγματα των νοικάρηδων. Έκαναν την μετακόμιση. Οι εργάτες άρχισαν να ξεφορτώνουν, οπότε και κάνει την εμφάνισή της μια κοπέλα που δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν ωραία ή πόσο χρόνων. Το μόνο που θα έλεγα με σιγουριά είναι ότι ήταν ντυμένη πολύ σέξι. Οι μεταφορείς την κοιτούσαν και τους έτρεχαν τα σάλια. Παρ’ όλο που ήμουν με το σώβρακο βγήκα στο μπαλκόνι δήθεν για να πάρω κάτι μόνο και μόνο για να την δω καλύτερα. Αλλά και πάλι το μόνο που μπόρεσα να δω ήταν ότι απέπνεε ένα πολύ κοσμοπολίτικο αέρα και ότι είχε συγκλονιστικό κώλο. Την ώρα που έκανα να μπω μέσα είδα και τον κολλητό μου να έρχεται προς το σπίτι και να του ‘χουν πεταχτεί τα μάτια έξω. Του άνοιξα χαμογελώντας.
- Ρε μαλάκα είδες την καινούργια σας νοικάρισσα;
- Και που την είδα, τι κατάλαβα;
- Πώρε μάνα μου, πολύ γκομενάρα. Πως την λένε ρε;
- Δεν ξέρω και λίγα τα λόγια σου, παντρεμένη είναι η κοπέλα
- Ακόμα καλύτερα
Ετοιμάστηκα για να φύγουμε και καθώς βρισκόμασταν στην αυλή πέσαμε πάνω στην καινούργια νοικάρισσα, πού ήταν πιτσιρίκα και κούκλα. Όταν λεω πιτσιρίκα, εννοώ εικοσιπέντε με είκοσι εφτά το πολύ. Το βλέμμα μου έμεινε στο μπούστο της γιατί μέσα απ’ το φανελάκι δεν φορούσε σουτιέν και οι ρόγες της ήταν «κάγκελο». Όταν την κοίταξα στα μάτια κατάλαβα ότι κι’ αυτή είχε ταραχτεί με την πάρτη μου. «Έλα ξεκόλλα λιγούρη», είπα στον εαυτό μου και της έδωσα χειραψία.
- Γεια σας και καλώς ήλθατε. Είμαι ο Φάνης, ο γιος των ιδιοκτητών.
- Χαίρω πολύ
- Και από ‘δω ο φίλος μου ο Γιώργος.
Δεν την ενδιέφερε καθόλου ο Γιώργος και την ώρα που του έδινε μια τυπική χειραψία εξακολουθούσε να κοιτάει εμένα.
- Ότι βοήθεια χρειαστείτε μη διστάσετε να μου πείτε.
Η γκόμενα ήταν αποφασισμένη και μου έκανε νάζια, ή μήπως ήταν η ιδέα μου;
- Ναι αλλά απ’ ότι βλέπω φεύγετε
- Πάω σε μια δουλειά, αλλά σε λίγο θα επιστρέψω. Αρραβωνιάζομαι την Κυριακή και …ξέρετε…τρεχάματα…
- Αρραβωνιάζεστε; Πολύ ενδιαφέρον. Τι ωραία!! Περιμένω να επιστρέψετε λοιπόν.
Δεν κατάλαβα γιατί χάρηκε τόσο πολύ που θα αρραβωνιαζόμουν, και πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο ο Γιώργος άρχισε την καζούρα.
- Μαλάκα σε γουστάρει μέχρι θανάτου η γκόμενα
- Και που το κατάλαβες;
- Εμένα ούτε που να με χέσει, και εσένα σου την έπεσε κανονικά
Άρχισε να μιμείται την φωνή και τις κινήσεις της. «Περιμένω να επιστρέψετε λοιπόν».
- Είναι παντρεμένη σου είπα ρε μαλάκα και εγώ την Κυριακή αρραβωνιάζομαι
- Έτερον εκάτερον μαλάκα. Θα φας καλά. Εγώ στο λέω.
Όταν γύρισα μετά από κάνα δίωρο λες και μου την είχε στημένη, την ώρα που πάρκαρα βγήκε στη αυλή μαζί με μια αλλοδαπή παραδουλεύτρα που την βοηθούσε για να τινάξουν ένα ριχτάρι. Όταν είδε ότι έφτασα, έδωσε κάτι λεφτά στην κοπέλα και την έδιωξε. Μπήκα στην αυλή και της χαμογέλασα.
- Πράγματι δεν αργήσατε πολύ.
- Σας το είπα, ότι θα γυρίσω σύντομα. Πάντως πράγματι αν χρειάζεστε κάτι να μου πείτε. Εγώ όλη την βδομάδα θα έχω άδεια από την δουλειά μου για τα τρεχάματα του αρραβώνα οπότε θα είμαι εύκαιρος.
- Μ’ αρέσει αυτό.
Έβαλα τα γέλια
- Ποιο;
- Που θα είστε εύκαιρος.
Απ’ την μια μ’ έκανε να αισθάνομαι μαλάκας, αλλά απ’ την άλλη έτσι όπως τούρλωνε και επιδείκνυε τον κώλο της ήθελα να την σκίσω εκεί επί τόπου.
- Λοιπόν πράγματι θέλω μια βοήθεια. Θέλω να μου δείξετε τον πίνακα του ηλεκτρικού και να μου εξηγήσετε ποια ασφάλεια κάνει τι.
- Θέλετε τώρα
- Ασφαλώς
Μπήκε μέσα και την ακολούθησα. Πήγαμε στο διάδρομο, εκεί που ήταν ο πίνακας του ηλεκτρικού και όταν άρχισα να της εξηγώ ήρθε τόσο κοντά μου που κόλλησε τα βυζιά της στο μπράτσο μου. Αισθάνθηκα τις ρόγες της τόσο σκληρές που μου σηκώθηκε επί τόπου. Πήγα να μιλήσω και η φωνή μου ήταν αγνώριστη απ’ την καύλα.
- Θα πρέπει να φέρετε ένα μολυβάκι να τα γράψουμε.
- Δεν πειράζει θα τα θυμάμαι. Κι’ αν τα ξεχάσω θα σας ξαναφωνάξω, αν δεν σας κάνει κόπο…
Τριβόταν πάνω μου και με είχε φτάσει εκτός εαυτού. Την βούτηξα απ’ την μέση με το ένα χέρι, με το άλλο της χούφτωσα τον κώλο και την πλάκωσα στα φιλιά. Ανταποκρίθηκε σαν πεινασμένο ζώο, αλλά σε λίγο με έσπρωξε.
- Σε παρακαλώ, είμαι παντρεμένη και εσύ αρραβωνιάζεσαι την Κυριακή.
Το μόνο που βρήκα να της πω εκείνη την στιγμή ήταν αυτό που μου είχε πει νωρίτερα ο Γιώργος. «Έτερον εκάτερον», και συνέχισα να την φιλάω. Όταν όμως ακούσαμε τη φωνή της παραδουλεύτρας απομακρυνθήκαμε ο ένας απ’ τον άλλο.
- Κυρία έφερα μπύρες
Πριν προλάβει να έρθει προς τα μέσα η Γιώτα πήγε να τη βρει έξω στο χολ κι’ απ’ ότι άκουσα της έδωσε λεφτά να πάει να ψωνίσει.
- Πήγαινε στο σούπερ-μάρκετ και αγόρασε απορρυπαντικά και καθαριστικά
- Μα πήρα το πρωί
- Θέλω να πάρεις κι’ άλλα. Έλα φύγε τι με κοιτάς;
Όταν επέστρεψε καθόμουν σα μαλάκας και κοίταζα τον πίνακα του ηλεκτρικού. Αυτή ήταν τόσο καυλωμένη πια που με πλησίασε και μου τον έπιασε κατ’ ευθείαν. Την κόλλησα στον τοίχο, την ξεβράκωσα και την γάμησα εκεί επί τόπου στα όρθια.
Έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με την Γιώτα. Επεισοδιακά και ομολογουμένως εντυπωσιακά από την πρώτη στιγμή. Και όπως είναι φυσικό μια τέτοιου είδους γνωριμία ήταν γραφτό να μην σταματήσει πουθενά.
Το επόμενο πρωί η Γιώτα έκανε πως κοιμόταν, όταν ο άντρας της ο Κώστας της έδωσε ένα φιλάκι και την αποχαιρέτησε.
- Αγάπη μου φεύγω. Θα τα πούμε το απόγευμα.
Έκανε τη νυσταγμένη, μουρμούρισε ένα «γεια σου μωρό μου» και άλλαξε πλευρό. Με το που βεβαιώθηκε ότι ο Κώστας έφυγε, σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. Τον είδε να μπαίνει στο αυτοκίνητο του και πήρε το κινητό της.
Είχα ξυπνήσει και κανόνιζα με την μάνα μου και τον πατέρα μου διάφορες λεπτομέρειες του αρραβώνα όταν μου ήρθε ένα μήνυμα. Ο αποστολέας ήταν η Γιώτα και το μήνυμα έλεγε, «Αγόρι μου, θέλεις να φας πρωινό;» χαμογέλασα και αποδέχτηκα αμέσως την πρόσκληση. Ήταν ωραίο να μπορείς να έχεις που να διοχετεύσεις τις πρωινές σου καύλες. Έτσι όπως ήμουν με το σορτσάκι και το μπλουζάκι κατέβηκα κάτω και βρήκα την πόρτα ανοιχτή. Μπήκα, την κλείδωσα αφήνοντας το κλειδί πάνω. Λίγα είχαμε δει να γίνονται; Άρχισα να την ψάχνω μέχρι που άκουσα το ντους στο μπάνιο. Γδύθηκα και ήμουν ήδη καυλωμένος. Μπήκα και όταν τράβηξα την κουρτίνα η Γιώτα κρατούσε δύο βαζάκια.
- Τι προτιμάς στο πρωινό σου; Μέλι, ή μαρμελάδα φράουλα;
«Το μουνί σου» ήθελα να της πω, αλλά χωρίς δεύτερη κουβέντα την βούτηξα και την πήγα στο κρεβάτι. Η κοπέλα ήταν αποκάλυψη. Δεν νομίζω να μου είχε ξανακάνει καμία τέτοιο σεξ στα τριάντα μου χρόνια, και πρέπει να σας πω ότι η σεξουαλική μου ζωή ήταν πολύ, μα πάρα πολύ πλούσια. Η Γιώτα όμως είχε κάτι που δεν σε προδιέθετε γι’ αυτό που θα συνέβαινε στο κρεβάτι. Την ώρα του σεξ μεταμορφωνόταν σε μια γυναίκα αχόρταγη, γινόταν αυτό που λέγαμε μικροί, «νυμφομανής». Κι’ αυτό εμένα, αλλά φαντάζομαι και κάθε άντρα, με τρέλαινε.
Όταν τελειώσαμε, έπεσα ανάσκελα δίπλα της λαχανιασμένος και εκστασιασμένος. Με είχε βγάλει νοκ-άουτ. Ήταν όμως και ακούραστη. Ανασηκώθηκε και κάθισε πάνω μου.
- Σε λίγο σε παρακαλώ. Μισό λεπτό να πάρουμε μια ανάσα.
- Εγώ δεν βιάζομαι. Εσύ δεν έχεις να πας για ψώνια με την αρραβωνιαστικιά σου;
- Έχω καιρό. Νωρίς είναι ακόμα. Κατά τις έντεκα θα έρθει.
Δεν μου απάντησε, κι’ άρχισε να με γλύφει γύρω απ’ το λαιμό, κάτω απ’ το αυτί, να μου δαγκώνει το σβέρκο που ήταν κάτι που με τρέλαινε. Πετάχτηκα σαν να με τίναξε ηλεκτρικό ρεύμα. Πήρε με το δάχτυλό της λίγη μαρμελάδα, μου την έβαλε στις ρόγες μου κι’ άρχισε να μου τις γλύφει μέχρι που μου τις δάγκωσε.
- Α, με πόνεσες
- Ναι, αλλά σ’ άρεσε κατά βάθος
- Την γύρισα μπρούμυτα και κάθισα πάνω της.
- Στις γυναίκες αρέσει να πονάνε
Άρχισα να της βάζω χέρι στο κώλο, κι’ όταν αποφάσισε να μιλήσει η φωνή της ήταν βραχνή.
- Που το ξέρεις; Έχεις κάνει καμία να πονέσει;
- Ναι αμέ
- Τι της έκανες
- Την έδειρα
- Πολύ;
- Μέχρι να με παρακαλέσει να σταματήσω
- Για δείξε μου.
Αυτό που ακολούθησε ήταν κάτι το αδιανόητο. Από τις σφαλιάρες ο κώλος της είχε ανάψει σαν να πέταγε φωτιές ενώ το χέρι μου κόντευε να μπει όλο μέσα στο μουνί της. Γούσταρε και χτυπιόταν σαν μανιακή. Ήθελε να την φτύνω, να την βρίζω και να την δέρνω. Τρελαινόταν μάλιστα να της δίνω μπατσάκια στις ρόγες. Της πασάλειψα το στόμα με μαρμελάδα και την ώρα που της τον έχωσα έσκυψα κι’ άρχισα να την γλύφω. Η γυναίκα απογειώθηκε κι’ εγώ μαζί της.
Λίγο αργότερα που ήμασταν με την Καίτη στα μαγαζιά, την κοιτούσα και ήμουν σίγουρος ότι μαζί της δεν θα τα έκανα ποτέ αυτά τα πράγματα στο κρεβάτι. Περνούσαμε καλά οι δυο μας, αλλά όχι έτσι. Αυτό με την Γιώτα ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, γιατί επαναλαμβάνω, δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να κάνει τέτοιο σεξ. Υπήρχαν γυναίκες που τις έβλεπες και αμέσως φανταζόσουν τι θα έκαναν στο κρεβάτι και μέχρι που θα έφταναν. Η Γιώτα στο κρεβάτι έκανε την υπέρβαση, την ανατροπή και σε έστελνε αδιάβαστο.
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, τα παράθυρα κάτω ήταν ανοιχτά αλλά οι κουρτίνες τραβηγμένες. Το βράδυ την ώρα που τρώγαμε ήρθε ένα μήνυμα στο κινητό μου. Το πήρα για να δω, κι’ ήταν απ’ την Γιώτα. Η Καίτη με ρώτησε αμέσως.
- Ποιος είναι βραδιάτικα;
- Ποιος άλλος; Ο Γιώργος.
- Τι λέει;
- Θα περάσει για να του δώσω κάτι και θέλει να του το κατεβάσω. Μισό λεπτό έρχομαι.
Σηκώθηκα, κι’ έτσι όπως ήμουν με τη φόρμα και τις σαγιονάρες, έβαλα το κινητό στην τσέπη ετοιμάστηκα να κατέβω.
- Ωραία στιγμή βρήκε. Πάνω στο φαγητό.
Δεν της απάντησα και κατέβηκα κάτω πηγαίνοντας πολύ προσεκτικά προς το τζιπ του άντρα της όπου μου έγραφε ότι θα με περίμενε. Μέσ’ το σκοτάδι δεν μπορούσα να διακρίνω αν ήταν μέσα, αλλά παρ’ όλα αυτά άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και μπήκα. Ήταν εκεί στη θέση του οδηγού.
- Τι έγινε, τι είναι τόσο επείγον;
Το χέρι της μου έπιασε κατ’ ευθείαν το πούτσο, που δεν ήθελε και πολλά. Άρχισε να μου σηκώνεται. Άραξα πιο αναπαυτικά για να μπορέσει να κάνει πιο άνετα τη δουλειά της.
- Μας πέτυχες πάνω στο φαγητό, τρώγαμ….
Πριν προλάβω να ολοκληρώσω, είχε σκύψει και τον είχε βάλει όλο μέσα στο στόμα της. Τον κατέβασε μέχρι το λαρύγγι. Ήταν απίστευτη αυτή η γκόμενα. Ανασηκώθηκε για να πάρει μια ανάσα.
- Κι’ εγώ γι’ αυτό σε φώναξα. Πείνασα.
Γελάσαμε, κι’ έτσι όπως μου τον κρατούσε και μου τον έπαιζε με ρώτησε.
- Η αρραβωνιαστικιά σου σε περιμένει πάνω;
- Μμμμ ναι
- Ωραία!
Φάνηκε πολύ ικανοποιημένη που η Καίτη ήταν πάνω και περίμενε και συνέχισε το τσιμπούκι με τόση μαεστρία που δεν άργησα να χύσω μέσ’ το στόμα της. Πήγε να τραβηχτεί, αλλά δεν την άφησα. Της κρατούσα το κεφάλι και με τα δυο μου χέρια και της το πίεζα προς τα κάτω. Κόντευε να πνιγεί, αλλά καθώς ήταν εκπαιδευμένη, τα κατάπιε όλα. Με είχε κάνει να σπαρταράω. Άνοιξα την πόρτα να κατέβω κι’ έτρεμαν τα πόδια μου. Μόλις είχαμε κλειδώσει το τζιπ, άκουσα να ανοίγει η μπαλκονόπορτα από πάνω στο σπίτι μου. Την βούτηξα απ’ το χέρι και την κόλλησα στον τοίχο δίπλα από κάτι φυτά. Και να έσκυβε η Καίτη δεν επρόκειτο να μας έβλεπε εκεί που ήμασταν. Συγχρόνως δε, άκου σύμπτωση, βγήκε ο άντρας της απ’ το σπίτι και πήγε προς το τζιπ. Στο τσακ είχαμε προλάβει. Είχα μείνει κόκαλο από το άγχος και την αγωνία. Η Καίτη από πάνω φώναξε.
- Φάνη
Η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα το χέρι της Γιώτας πάνω στο πούτσο μου.
- Σταμάτα, θα μας δουν.
Ο άντρας της πήγε στο τζιπ, άνοιξε την πίσω πόρτα και κάτι έψαχνε.
- Μ’ αρέσει να κινδυνεύω…
Άρχισε να μου κατεβάζει τη φόρμα. Δεν την άφησα και μόλις άκουσα την μπαλκονόπορτα πάνω να κλείνει, ξεγλίστρησα και έφυγα ανεβαίνοντας δύο-δύο τα σκαλιά. Με την άκρη του ματιού μου την είδα να μπαίνει σπίτι από την πίσω πόρτα, που ήταν η κουζίνα.
Όταν ο Κώστας μπήκε στο σπίτι, άφησε κάτι ντοσιέ που κρατούσε και πήγε στην κουζίνα απ’ όπου ακουγόταν ραδιόφωνο. Η Γιώτα ήταν εκεί και έπλενε τα πιάτα ενώ κουνιόταν στο ρυθμό του τραγουδιού. Κοίταξε τον κώλο της με θαυμασμό.
- Έλα να κάτσουμε βρε μωρό μου, αύριο τα πλένεις
Δεν τον άκουσε όμως λόγω της μουσικής.
- Χαμήλωσε το σε παρακαλώ; Τι είπες;
Το χαμήλωσε και τη ρώτησε αν είχε πάρει το μάτι της τα κλειδιά του τζιπ. Η Γιώτα του έδειξε ένα βοηθητικό τραπεζάκι.
- Εκεί πάνω είναι.
- Πότε τα άφησα εδώ πέρα. Πάει, αρχίζω και ξεχνάω…
Πήγε πίσω της και την αγκάλιασε την ώρα που εκείνη ξέβγαζε τα πιάτα, κι’ έτσι όπως ήταν ξαναμμένη τον προκάλεσε.
- Θέλεις να με γδύσεις μέχρι να τελειώσω το ξέβγαλμα….
Ο Κώστας άλλο που δεν ήθελε.
Το επόμενο πρωί που η Γιώτα επέβλεπε την κοπέλα να κάνει καθαριότητα άκουσε την πόρτα της αυλής ν’ ανοίγει και είδε για πρώτη φορά την Καίτη, η οποία χαμογελώντας την χαιρέτησε.
- Καλημέρα σας
- Καλημέρα
- Δεν έτυχε να γνωριστούμε. Το σπίτι είναι του πεθερού μου. Είμαι η Καίτη, η αρραβωνιαστικιά του Φάνη.
Την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.
- Α! Μάλιστα. Πως είστε;
- Ε, πως να ‘μαι; Τρεχάματα με τον αρραβώνα της Κυριακής. Ξέρετε πως είναι αυτά.
- Ξέρω, πως δεν ξέρω. Άντε με το καλό.
- Ευχαριστώ πολύ
- Κατά τ’ άλλα με τι ασχολείστε;
- Νοσηλεύτρια είμαι, αλλά ακόμα δεν το εξασκώ. Περιμένω να διοριστώ.
- Με το καλό σας εύχομαι.
Η Καίτη ανέβηκε πάνω ενώ η Γιώτα συνέχισε να την κοιτάει μ’ ένα ύφος εντελώς υποτιμητικό.
Ήμασταν με την Καίτη και σχεδιάζαμε πως θα φτιάξουμε το χώρο για το πάρτι της Κυριακής. Ήθελε μετά τους αρραβώνες, όταν θα μέναμε όλοι οι φίλοι μεταξύ μας να κάναμε ένα ωραίο χορευτικό πάρτι. Προσπαθούσα να της εξηγήσω που θα βάζαμε τα τραπέζια με τα μεζεδάκια και που τα τραπέζια με τα ποτά. Όταν χτύπησε το κουδούνι. Η Καίτη με κοίταξε με απορία.
- Περιμένεις κάποιον;
- Όχι. Για δες ποιος είναι
Η Καίτη πήγε στο θυροτηλέφωνο και εγώ έριξα μια τελευταία ματιά στα δελτία παραγγελίας που είχα πάρει απ’ την κάβα με τα ποτά. Η Καίτη γύρισε χαμογελαστή.
- Η ενοικιάστρια από κάτω ήταν.
Κέρωσα αλλά για να μην καρφωθώ συνέχισα να κοιτάω τα δελτία με τα ποτά.
- Μπορείς σε παρακαλεί να κατέβεις να δεις κάτι με το θερμοσίφωνα, δεν κατάλαβα καλά τι μου είπε
- Ωχ! Κακό μπελά βρήκαμε. Το απόγευμα πες της
- Καλέ πήγαινε μια στιγμή, θα την αφήσεις τη γυναίκα χωρίς θερμοσίφωνα
- Και εγώ τι είμαι ηλεκτρολόγος;
- Εσύ όλα τα καταφέρνεις, έλα πήγαινε.
Και πήγα. Περίμενα να μου ανοίξει και ν’ αντικρίσω ακόμα μια έκπληξη, αλλά μου άνοιξε η παραδουλεύτρα. Τα έχασα προσωρινά.
- Για το θερμοσίφωνο…
Μου έκανε χώρο να περάσω, μπήκα αλλά η Γιώτα δεν φαινόταν πουθενά. Προχώρησα προς τον πίνακα του ηλεκτρικού, όπου διαπίστωσα ότι ήταν πεσμένη η ασφάλεια.
- Είχε πέσει η ασφάλεια πες στην κυρία σου
- Μάλιστα
Έκανα να φύγω, κοιτάζοντας μη τυχόν και την δω αλλά δεν εμφανίστηκε. Περνώντας έξω απ’ την κρεβατοκάμαρα της, κοίταξα απ’ την μισάνοιχτη πόρτα και ήταν εκεί ολόγυμνη βάζοντας κρέμα στα πόδια της. Χάζεψα με το θέαμα, μέχρι που η παραδουλεύτρα που βρισκόταν πίσω μου, έτρεξε κι’ έκλεισε την πόρτα.
Δεν έδωσε σημείο ζωής για τις επόμενες ώρες και μου έκανε τρομερή εντύπωση. Ήμασταν στα μαγαζιά, την σκεφτόμουν και κοίταζα συνέχεια το κινητό μου μη τυχόν κι’ είχε έρθει κάποιο μήνυμα χωρίς να το αντιληφθώ. Τίποτα. Το βραδάκι γυρίσαμε στο σπίτι και οι γέροι μου έβλεπαν τηλεόραση.
- Με ζήτησε κανείς;
- Όχι παιδί μου
Η Καίτη με κοίταξε σαν ούφο.
- Ποιος να σε ζητήσει παιδάκι μου, τρελάθηκες; Όποιος σε θέλει θα σε πάρει στο κινητό.
Χαμογέλασα σαν μαλάκας.
- Αυτό να μου πεις
Το πρωί που ξύπνησα, πάλι στο κινητό δεν είχα ούτε κλήση της ούτε μήνυμα. Η μάνα μου ετοίμαζε πρωινό.
- Κανένα νέο από τους νοικάρηδες;
- Όχι αγόρι μου, ήσυχοι άνθρωποι είναι
- Μήπως η κυρία με ζήτησε να της δείξω τίποτα, να της φτιάξω κάτι;
- Όχι, τίποτα.
Δεν σας κρύβω ότι είχε περάσει μία μέρα χωρίς να την δω και την σκεφτόμουν συνέχεια. Επίσης δεν σας κρύβω ότι την ώρα που έκανα ντους μετά από καιρό την έπαιξα. Έτσι όπως την σκεφτόμουνα, καύλωσα, οπότε τι να έκανα;
Πέρασε και η σημερινή μέρα και πάλι δεν είχε δώσει σημείο ζωής. Δεν ήξερα τι να κάνω. Τι ήθελε δηλαδή, να πάω και να της χτυπήσω εγώ την πόρτα;
Η Καίτη καθόταν δίπλα μου βλέποντας τηλεόραση και μου έκανε τρυφερότητες. Εγώ σκεφτόμενος την Γιώτα έκλεισα τα μάτια μου, παρασύρθηκα κι’ έτσι όπως της χάιδευα τα μαλλιά, άρχισα να της σπρώχνω το κεφάλι προς την πούτσα μου. Τρόμαξε το κορίτσι. Πρώτη φορά της το έκανα αυτό και με τόσο πρόστυχο τρόπο. Ευτυχώς χτύπησε ένα κινητό. Τινάχτηκα.
- Το δικό μου;
Με κοίταξε πολύ παράξενα.
- Όχι το δικό μου.
Σηκώθηκε για να μιλήσει, κι’ εγώ κοίταξα για μια ακόμη φορά το δικό μου. Τίποτα. Όταν η Καίτη κάθισε πάλι δίπλα μου, της έδωσα ένα τρυφερό φιλάκι και για μην την αφήσω να σχολιάσει την συμπεριφορά μου τη ρώτησα.
- Καίτη, σκεφτόμουνα, μήπως πρέπει να καλέσουμε και τους νοικάρηδες στους αρραβώνες
- Ξέρω ‘γω, ότι θέλεις
- Ναι, λεω να τους καλέσουμε. Δεν είναι σωστό
- Δεν θα ξέρουν κανέναν από τους φίλους μας
- Δεν πειράζει. Θα τους μάθουν. Πήγαινε να τους το πεις.
Γύρισε και με κοίταξε για να δει αν το εννοώ ή της κάνω πλάκα.
- Τώρα;
- Ναι ρε μωρό μου τώρα. Σιγά, έντεκα και δέκα είναι ακόμα
- Εγώ δεν πάω, να πας εσύ
- Έλα μωρό μου εγώ ντρέπομαι. Αφού μου είπες ότι μιλήσατε και την συμπάθησες. Πετάξου μια στιγμή
Η Γιώτα τακτοποιούσε κάτι φωτογραφίες σ΄ ένα άλμπουμ και ο Κώστας έλεγχε κάποιους λογαριασμούς όταν χτύπησε το κουδούνι και τους διέκοψε. Η Γιώτα σηκώθηκε ν’ ανοίξει κι’ όταν είδε την Καίτη στην εξώπορτα την έπιασε η καρδιά της. Μέχρι να της πει τι την ήθελε, είχε πάει η ψυχή της στην Κούλουρη. Την προσκάλεσε μέσα εκεί που κάθονταν με τον Κώστα.
- Τα παιδιά από πάνω, αρραβωνιάζονται και μας καλούν μεθαύριο την Κυριακή. Μισό λεπτό έρχομαι.
Είπε φεύγοντας προς τη κουζίνα και ο Κώστας σηκώθηκε για να περιποιηθεί την Καίτη
- Καθίστε
- Όχι καλέ, μην σας ανησυχώ, δεν ήρθα για να κάτσω….
Ήμουν επάνω και από την αγωνία μου έκοβα βόλτες, όταν άκουσα μήνυμα στο κινητό μου. Το βούτηξα, και ναι, επί τέλους ήταν απ’ την Γιώτα. «Είμαι στον κήπο. Τώρα», έγραφε και έφυγα σφαίρα. Με περίμενε εκεί κοντά στην πίσω πόρτα ανάμεσα στα φυτά. Φορούσε μια φούστα κι’ ένα πουκάμισο ξεκουμπωμένο μέχρι τον αφαλό. Την βούτηξα και την πλάκωσα στα φιλιά ενώ το ένα χέρι μου της χάιδευε το βυζί και το άλλο χώθηκε κάτω απ’ τη φούστα. Δεν φορούσε βρακί.
- Γιατί μου τα κάνεις αυτά; Θα με τρελάνεις. Πάμε σ’ ένα ξενοδοχείο τώρα!
- Η αρραβωνιαστικιά σου και ο άντρας μου;
- Δεν με νοιάζει. Πάμε σε θέλω τώρα.
Γέλασε και μ’ έσπρωξε
- Τώρα δεν γίνεται. Κάνε υπομονή μέχρι αύριο.
Της βούτηξα το χέρι και της το έβαλα μέσα στην φόρμα για να μου πιάσει τον πούτσο. Άρχισε να μου τον παίζει.
- Αύριο είναι παραμονή των αρραβώνων μου.
- Ακόμα καλύτερα
Έβγαλε το χέρι της απ’ τη φόρμα μου, μου χάιδεψε το μάγουλο κι’ έφυγε.
- Τα λέμε το πρωί.
Όταν η Γιώτα μπήκε στο σαλόνι η Καίτη που κρατούσε στο χέρι της ένα σχεδόν άθικτο ποτό σηκώθηκε.
- Α, ήρθατε, ωραία πάω κι’ εγώ, γιατί με περιμένει και ο Φάνης μόνος του
Προχώρησε και η Γιώτα την συνόδεψε μέχρι την εξώπορτα χαμογελώντας.
Το επόμενο πρωί η μάνα μου έφερε την στολή μου από το καθαριστήριο. Η Καίτη ήθελε σώνει και καλά στους αρραβώνες μας να φοράω τη στολή μου. Στην αρχή ήμουν ανένδοτος, αλλά μετά από τρομακτική πίεση δέχτηκα να την βάλω μόνο κατά τη διάρκεια του αρραβώνα. Μετά θα την έβγαζα. Δεν θα άντεχα την καζούρα που θα μου έκαναν οι φίλοι μου αν την φορούσα όλη τη νύχτα. Αφού την κρέμασε στην ντουλάπα μου, μου είπε ότι τηλεφώνησε κι’ ο αδελφός μου ο Τηλέμαχος και είπε ότι δεν θα μπορούσε να κατέβει για τους αρραβώνες, έφυγαν με τον πατέρα μου για την λαϊκή. Έκανα ένα γρήγορο ντους και έστειλα μήνυμα στην Γιώτα «Είμαι μόνος μου….Οι γέροι μου έχουν πάει στη λαϊκή». Για να καταλάβετε τι είχα πάθει μ’ αυτή τη γυναίκα, της έγραφα το μήνυμα και είχε αρχίσει να μου σηκώνεται. Δεν μου είχε ξανασυμβεί αυτό το πράγμα. Περίμενα να έρθει η απάντηση και σχεδόν την έπαιζα απ’ την καύλα. Η απάντηση όμως ήταν καταπέλτης. «Είμαι στα μαγαζιά. Το απόγευμα». Δεν το πίστευα αυτό που διάβαζα. Γαμώ την ατυχία μου. Τσαντίστηκα πάρα πολύ, σηκώθηκα να ντυθώ και κοίταζα τον εαυτό μου στο καθρέφτη με την πετσέτα του μπάνιου και τον πούτσο όρθιο. «Να μαλάκα», μούντζωσα τον εαυτό μου.
Την ημέρα του αρραβώνα βγήκαμε με την Καίτη για τα τελευταία ψώνια κι’ όταν γυρίσαμε σπίτι η Γιώτα πότιζε τις γλάστρες της. Τις άφησα να μιλάνε οι δυο τους κι’ εγώ απλά παρακολουθούσα.
- Καλησπέρα σας
- Καλησπέρα. Όλα έτοιμα γι’ απόψε;
- Ναι ευτυχώς τα προλάβαμε όλα.
Γύρισε προς το μέρος μου
- Κύριε Φάνη, πάλι δεν δουλεύει το ρολό της κρεβατοκάμαρας. Μήπως πρέπει να το αλλάξω;
- Αγάπη μου πήγαινε να ρίξεις μια ματιά, εγώ πάω πάνω και σε περιμένω.
Η Καίτη ανέβηκε πάνω και εγώ σαν υπάκουο παιδί ακολούθησα την Γιώτα στο σπίτι. Όταν έκλεισε η πόρτα πίσω μας πήγε να με χουφτώσει αλλά δεν την άφησα.
- Έτσι όπως τα έκανες δεν γίνεται τώρα να κάνουμε τίποτα.
Άρχισε πάλι τις προσπάθειες να με καυλώσει.
- Δεν πειράζει, αν όχι τώρα, σε λίγο.
- Δεν γίνεται καθόλου σήμερα. Θα έρθουν τα αδέλφια της από νωρίς, γενικά είμαι μπλεγμένος
- Και δεν θα βρεις έστω λίγο χρόνο για μένα;
- Γιατί μ’ έστησες το πρωί;
Δεν μου απάντησε, αλλά έπεσε πάνω μου προσπαθώντας να με φιλήσει. Την έσπρωξα μαλακά.
- Τώρα δεν γίνεται σου λέω
Έφυγα χωρίς να προσέξω το ύφος της, που είχε γίνει έξαλλη. Βέβαια από εκείνη τη στιγμή πάλι κατάφερε να με κάνει να την σκέφτομαι συνέχεια. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αρραβώνα εγώ σκεφτόμουν την Γιώτα. Κάποια στιγμή επί τέλους τέλειωσε το βασανιστήριο και με τρόπο έκανα νόημα στην Καίτη να «διώξει» τη γερουσία. Μαμάδες, μπαμπάδες, γιαγιάδες και θείες. Φτάνει, είχε αρχίσει να μου έρχεται τρέλα. Μπήκα στο δωμάτιο μου για ν’ αλλάξω, μίλησα με τον Τηλέμαχο που με πήρε απ’ την Θεσσαλονίκη για να μου ευχηθεί, κι’ όταν έκλεισα ήρθε μήνυμα. «Ο άντρας μου λείπει, και είμαι γυμνή στην μπανιέρα». Μου σηκώθηκε με τη μία. Θεέ μου θα με τρελάνει αυτή η γυναίκα. Πήγα ξανά στο σαλόνι όπου οι γέροι είχαν αρχίσει να φεύγουν. Οι φίλοι μας είχαν βάλει μουσική και η Καίτη με κοίταξε χαμογελαστή. Την αγκάλιασα.
- Είσαι ευτυχισμένη αγάπη μου;
- Πάρα πολύ
- Τέλεια
- Εσύ;
- Πάρα πολύ.
Της έδωσα ένα παθιασμένο φιλί στο στόμα, αλλά ξαφνικά έκανα ότι κάτι θυμήθηκα.
- Ωχ μωρό μου, ξέχασα να πάρω Βότκα. Πάω να φέρω
- Έλα μωρέ ποιος θα πιει βότκα; Έχουμε κρασιά, μπύρες, ουίσκι, σιγά μη θέλουν βότκα.
- Ας πάω εγώ να έχουμε για καλό και για κακό. Δεν αργώ
Την ξαναφίλησα για να μην έχει αμφιβολίες για την αγάπη μου κι’ έφυγα.
Η Καίτη άρχισε να κοιτάει αν οι φίλοι τους περνούσαν καλά, να τους ρωτάει αν χρειάζονται κάτι, και πήγε προς το τραπέζι με τα ποτά για να βάλει ένα κρασάκι για τον εαυτό της. Το μάτι της έπεσε σ’ ένα μπουκάλι βότκα, παραξενεύτηκε στην αρχή αλλά αμέσως έτρεξε στο μπαλκόνι μη τυχόν και προλάβει τον Φάνη. Αλλά δεν τον είδε πουθενά. Έσκυψε λίγο περισσότερο και χωρίς να είναι απόλυτα σίγουρη είχε την εντύπωση ότι τον είδε να πηγαίνει στους νοικάρηδες. Δεν είχαν έρθει στους αρραβώνες και ίσως τον είδαν και τον φώναξαν για τις ευχές. Αποφάσισε να πάει κάτω να τον βρει. Την πιάσανε όμως στην πάρλα οι φίλες της και την καθυστέρησαν.
Όταν μπήκα στο σπίτι η Γιώτα ήταν εντελώς γυμνή με μια ημιδιαφανή ρόμπα. Πραγματικά σας μιλάω, είχε φτιάξει και ατμόσφαιρα με χαμηλά φώτα και κεριά και έτσι όπως καθόταν και με περίμενε έμοιαζε έτοιμη να εκραγεί. Αυτή η γυναίκα ήταν σκέτη βόμβα μολότοφ. Μου κατέβασε το φερμουάρ εκεί στα όρθια και τον έβαλε κατ’ ευθείαν στο στόμα της.
Η Καίτη κατέβηκε κάτω για να ρωτήσει τους νοικάρηδες αν ήταν εκεί ο Φάνης αλλά πριν φτάσει στην πόρτα για να χτυπήσει το κουδούνι το βλέμμα της έπεσε στο παράθυρο όπου η κουρτίνα ήταν λιγάκι τραβηγμένη και υπήρχε κάπως σαν μια χαραμάδα ας πούμε απ’ όπου μπορούσε κανείς να δει μέσα. Έσκυψε να δει και έχασε το χρώμα της. Η νοικάρισσα έκανε στοματικό σεξ στον Φάνη, κι’ εκείνος την σήκωσε όρθια και άρχισε να της κάνει έρωτα εκεί στα όρθια. Είχε μείνει με το στόμα ανοικτό. Σηκώθηκε αηδιασμένη και έκανε να φύγει, αλλά ένιωσε να ζαλίζεται. Παραπατούσε. Σαν να έχανε την ισορροπία της.
Αφού την γάμησα πιο σκληρά από κάθε άλλη φορά, άρχισα να ντύνομαι για να φύγω. Δεν μ’ άφηνε όμως.
- Σταμάτα, έχω ήδη αργήσει. Έχεις να μου δώσεις ένα μπουκάλι βότκα;
- Εσύ τι θα μου δώσεις
- Εγώ μόλις σου ‘δωσα! Μην έχεις παράπονο. Ακόμα και την βραδιά των αρραβώνων μου είμαι μαζί σου.
- Καλά λοιπόν, κι’ εγώ θα σου δώσω τα πάντα…και βότκα.
Γονάτισε πάλι, μου τον πήρε στο στόμα της και μετά άρχισε να μου γλύφει τ’ αρχίδια. Κόντευε να με τρελάνει. Φταιω εγώ που μου ξανασηκώθηκε;
Όταν μετά από κανένα μισάωρο γύρισα σπίτι, έκανα τον λαχανιασμένο και τον αγχωμένο. Κρατούσα την βότκα που μου είχε δώσει η Γιώτα στο χέρι.
- Πήγα παντού….
Μου κόπηκε απότομα και η φόρα και η φράση. Διαπίστωσα ότι δεν έπαιζε μουσική ότι είχαν φύγει οι πάντες κι’ ότι η Καίτη έκλαιγε στην αγκαλιά της αδελφής της.
- …τι έγινε;
Ο αδελφός της με κοίταξε σαν σκουλήκι.
- Φτου σου ρε ξεφτίλα. Έτσι ρε μαλάκα κάνουν οι άντρες;
- Τι έγινε ρε παιδιά, Καίτη…
Η Καίτη με κοίταξε ενώ απ’ τα μάτια της έτρεχαν ποτάμι τα δάκρυα.
- Σκάσε μαλάκα, ψυχάκια που σε εμπιστεύτηκα, σιχαμένε
Ο αδελφός της την έπιασε απ’ το χέρι για να φύγουν και περνώντας δίπλα μου, μου έδωσε μια σπρωξιά που κόντεψε να με ρίξει κάτω
- Καίτη θα μου πεις τι έγινε;
- Σε είδα ρε μ’ αυτήν κάτω. Σε είδα από το παράθυρο…
Ήταν εκτός εαυτού. Έφυγαν. Απέμεινα μόνος και έπεσα στον καναπέ σαν άδειο σακί.
Όπως ήταν φυσικό η Καίτη δεν ήθελε να με ξαναδεί ούτε ζωγραφιστό. Εγώ απ’ την ντροπή μου έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Έκανα υπερωρίες, διπλές βάρδιες και οτιδήποτε περνούσε απ’ το χέρι μου για να λείπω απ’ το σπίτι. Η Γιώτα που μάλλον θα είχε μάθει τα συμβάντα δεν μου έστελνε μηνύματα, αλλά κάθε τόσο ξεπρόβαλε μπροστά μου δήθεν αδιάφορα και μου τούρλωνε το κώλο της, ή έσκυβε για να βλέπω το ντεκολτέ της. Εγώ δεν της έλεγα ούτε καλημέρα. Έφευγα και γύρναγα με σκυμμένο το κεφάλι. Άλλα δεν με άφηνε σε ησυχία. Μια μέρα που έπλενα το αυτοκίνητο μου, τράβηξε τις κουρτίνες στην κρεβατοκάμαρα της και ήταν εντελώς γυμνή. Κόντεψε να μου ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Όταν αργότερα τα έλεγα στον Γιώργο, γελούσε ο μαλάκας.
- Και δεν μ’ αφήνει ν’ αγιάσω, κατάλαβες;
- Και γιατί ν’ αγιάσεις αγόρι μου; Πάνω της, ελεύθερος είσαι πια, τι πρόβλημα έχεις;
- Ναι καλά, και που ήμουν αρραβωνιασμένος και κάθισα και σ’ άκουσα είδες τι έπαθα
- Εγώ φταίω ρε που μας παράτησες την βραδιά των αρραβώνων σου για να πας να την πηδήξεις;
- Και η Καίτη ούτε να με δει δεν θέλει, ούτε να μ’ ακούσει.
- Άσε να περάσουν μια, δύο εβδομάδες και θα δεις ότι και θα σε δει, και θα σου μιλήσει και θα τα ξαναφτιάξετε. Δεν τις ξέρεις τις γυναίκες ρε…κρίμα και είσαι και φίλος μου!
- Και με την νοικάρισσα τι να κάνω;
- Να πας να σε παρηγορήσει, και γρήγορα μάλιστα. Και να πεις και κανένα καλό λόγο και για μένα.
Σκάσαμε στα γέλια, και αποφάσισα ότι το φιλαράκι μου είχε απόλυτο δίκιο. Οι γυναίκες «δεν θέλουν κόπο, θέλουν τρόπο», όπως έλεγε και η διαφήμιση. Το απόγευμα ρίσκαρα και της έστειλα το εξής μήνυμα: «Είσαι μόνη; Είμαι πολύ καυλωμένος». Περίμενα με τόση αγωνία την απάντηση που όταν ήρθε, έπιασα το κινητό και τα χέρια μου έτρεμαν. « Όχι. Θέλεις να έρθω εγώ επάνω;». Χαμογέλασα, αυτόματα μου έφυγε το άγχος και της απάντησα «Ναι».
Όταν χτύπησε το κουδούνι, και μπήκε μέσα δεν το πίστευα. Ήταν κούκλα. Φορούσε το παντελόνι φόρμας γυμναστικής και από πάνω ένα πουκάμισο ξεκουμπωμένο για να φαίνεται το ντεκολτέ της. Την κόλλησα στο τοίχο χωρίς να της πω ούτε μία κουβέντα. Την πλάκωσα στα φιλιά με τόση ένταση που της έκοψα την ανάσα.
- Σιγά βρε αγόρι μου!
- Πάμε μέσα γρήγορα. Έχω πολύ όρεξη σήμερα
- Οι γονείς σου;
- Έχουν πάει στο θείο μου
Την πήγα στο δωμάτιο μου σχεδόν σηκωτή.
- Εσένα είναι κάτω ο άντρας σου;
- Όχι, αλλά όπου να ‘ ναι θα έρθει
Κάθισα στο κρεβάτι και έτσι όπως την είχα όρθια μπροστά μου της κατέβασα τη φόρμα. Φορούσε ένα μοβ στρινγκ που της το έσκισα με τα δόντια μου και δεν είναι καθόλου υπερβολή. Άνοιξε τα πόδια της για να μπορέσω να την γλύψω και άρχισε να αναστενάζει βαριά.
- Γιατί χώρισες, δεν μου είπες;
- Όχι τώρα
Την έριξα στο κρεβάτι με μια διάθεση να την κομματιάσω. Γούσταρε σαν τρελή που με έβλεπε να την δαγκώνω με λύσσα. Κάναμε για άλλη μια φορά απίστευτο σεξ. Πιστεύω ότι δεν θα ξαναβρώ γυναίκα για να κάνω τέτοιο σεξ. Η Γιώτα ήταν η μοναδική. Δεν την ήθελα όμως για τίποτα παρά πάνω. Μόνο να την ξεφτιλίζω στο γαμήσι. Αυτό μου ήταν υπέρ αρκετό, αλλά δυστυχώς κόντευε να μου γίνει και απαραίτητο. Τι κόντευε δηλαδή, που μου είχε ήδη γίνει.
Ανάψαμε τσιγάρο και με ξαναρώτησε για το χωρισμό μου. Της τα είπα πολύ περιληπτικά γιατί δεν ήθελα να ξέρει λεπτομέρειες.
- Σε συμβουλεύω να τα ξαναφτιάξεις γρήγορα μαζί της, γιατί αν είσαι μπάκουρος… δεν λέει.
- Τι εννοείς;
- Ε, τι να σε κάνει μια γυναίκα αγόρι μου, αν είσαι ελεύθερος. Άλλη γλύκα έχει να είσαι δεσμευμένος.
Την κοίταζα σαν μαλάκας. Το εννοούσε ή μου έκανε πλάκα; Άρχισα να της πασπατεύω και πάλι το μουνί.
- Έτσι την βρίσκεις μανάρι μου;
- Μμμμ
- Σου την δίνει;
- Μμμμ
- Θέλεις να «κλέβεις» τους άντρες άλλων γυναικών;
- Μμμμ
- Κι’ όταν θα παντρευτώ, θα εξακολουθείς να με θέλεις;
- Ακόμα πιο πολύ τότε βρε χαζούλη.
- Είσαστε τελικά περίεργα εργαλεία οι γυναίκες
- Όχι όλες!
Και δώσ’ του πάλι απ’ την αρχή.
Έτσι λοιπόν αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις μου με την Γιώτα. Τώρα έπρεπε να τα ξαναφτιάξω με την Καίτη, γιατί αν δεν τα ξανάφτιαχνα θα έχανα και την Γιώτα. Θα έβρισκε κανέναν άλλον αρραβωνιασμένο ή παντρεμένο. Κοίτα που καταντήσαμε φίλε μου.
Είχα πιάσει τ’ αδέλφια της, τους είχα ζητήσει συγνώμη, τους είπα ένα κάρο παπαριές, και ιδιαίτερα στον αδελφό της που σαν άντρας υποτίθεται καταλάβαινε περισσότερο, και με συγχώρεσαν. Τώρα ήταν η σειρά της Καίτης. Όταν πήγα να την βρω η αδελφή της μου είπε ότι ήταν στο γυμναστήριο. Πήγα εκεί. Μπήκα μέσα και την πέτυχα πάνω στο διάδρομο. Με είδε και κόντεψε να πέσει. Επιχείρησα να την κρατήσω και με έσπρωξε αντιπαθητικά. Με έστειλε να την περιμένω στο προθάλαμο. Ήρθε μετά από λίγο με τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ’ το στήθος σαν να ήθελε να προστατευθεί. Πήγα να την ακουμπήσω αλλά τραβήχτηκε.
Ακόμα δεν με έχεις συγχωρέσει;
Ούτε πρόκειται να σε συγχωρέσω ποτέ. Με ξεφτίλισες με τον χειρότερο τρόπο. Με ταπείνωσες, με πρόσβαλες σαν γυναίκα και κλόνισες την εμπιστοσύνη μου. Συν ότι με έκανες ρεζίλι στους φίλους και στα αδέλφια μου.
Τα αδέλφια σου, ήδη με έχουν συγχωρέσει. Τους εξήγησα και με κατάλαβαν. Εσύ γιατί δεν καταλαβαίνεις. Ήταν μια στιγμή αδυναμίας μου. Μια «αλητεία» που ήθελα να κάνω λίγο πριν σου αφοσιωθώ εντελώς. Όλοι οι άντρες το παθαίνουν αυτό.
Με κοίταζε όπως κοιτάζουν οι γιατροί μια ακτινογραφία.
- Ρώτα όποιον άντρα θέλεις. Την καλύτερη κοπέλα να ΄χουν δίπλα τους, την θεά, όταν τους κάτσει μια «βρωμιά», θα την κάνουν. Έτσι για την λαιμαργία που λέμε…
- Και τι θέλεις τώρα;
- Να με αγαπήσεις ξανά, να με αγκαλιάσεις, να με φιλήσεις και να πάμε κάπου όπου θα σου κάνω έρωτα μέχρι να πεθάνουμε και οι δύο.
Της χαμογέλασα, και επειδή ως γνωστόν είναι μεταδοτικό, χαμογέλασε κι’ εκείνη. Δεν μπορεί θα είχε πεθυμήσει ένα ωραίο γαμήσι.
- Πάμε;
- Να έρθεις να με πάρεις σε μία ώρα που θα έχω τελειώσει.
Έκανε να φύγει, αλλά τη φώναξα
- Φιλάκι δεν έχει
Με πλησίασε και εκεί που νόμισα ότι θα σκύψει να με φιλήσει μου χούφτωσε τ’ αρχίδια τόσο δυνατά, που διπλώθηκα στα δύο.
- Ωχ
- Την επόμενη φορά έτσι και μου την ξανακάνεις και σε πιάσω θα στα κόψω. Ξηγηθήκαμε;
Μου τα έσφιγγε τόσο πολύ που υπέφερα. Δεν μπόρεσα να μιλήσω. Απλά κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά.
Σε μία ώρα σε περιμένω να έρθεις να εκπληρώσεις την υπόσχεσή σου.
Πήγα την πήρα, είχα διώξει και τους γέρους απ’ το σπίτι και έγινε ένα κρεβάτι ανεπανάληπτο. Πιστεύω να το θυμάται σ’ όλη της τη ζωή. Της τα έδωσε όλα και είδα ότι και εκείνη το είχε κατ’ ευχαριστηθεί. Όταν τελειώσαμε ήμασταν και οι δύο με ταχυκαρδία. Αφού ηρεμήσαμε με αγκάλιασε σφιχτά.
- Μ’ αυτήν κάτω τι θα γίνει; Θέλω να την διώξεις.
- Πες στον πατέρα μου να την διώξει. Δικό του είναι το σπίτι
- Φάνη μου δεν αισθάνομαι καλά όσο αυτή μένει από κάτω.
- Τέλειωσε αυτό βρε μωρό μου
- Και τι, θα με βλέπει να μπαινοβγαίνω πάλι και θα γελάει σε βάρος μου;
- Γιατί; Αφού εσύ είσαι η νικήτρια
Κατάλαβα απ’ το ύφος της ότι δεν το είχε σκεφτεί αυτό και ότι της άρεσε αυτή η οπτική.
- Δεν θα την ξαναδείς όμως
- Πάλι τα ίδια; Εγώ κάτω δεν πρόκειται να ξαναπάω ποτέ στην ζωή μου. Που θες να σου ορκιστώ;
Και την κράτησα την υπόσχεσή μου. Δεν ξαναπήγα πότε κάτω. Με την Γιώτα από εδώ και πέρα πηγαίναμε μόνο σε ξενοδοχεία. Δεν ήθελα με τίποτα στον κόσμο να ξαναχαλάσω τις σχέσεις μου με την Καίτη που υπέρ αγαπούσα . Η Καίτη ήταν η μεγάλη μου αγάπη. Η Γιώτα ήταν η «αλητεία» μου.
——————————————
ΤΕΛΕΙΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟΟ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!ΑΦΟΥ………………ΞΕΡΕΙΣ!!!!!!!!!!!!!!!!ΑΓΑΠΑΚΙ ΕΙΣΑΙ ΠΡΩΤΟΣ.