Στην πόλη ο χειμώνας δεν αισθάνεται καλά. Η βροχή δεν έχει μυρωδιές, το χιόνι σπανίζει, κι αυτό γρήγορα γίνεται βρώμικη λάσπη, ο πεντακάθαρος νυχτερινός ουράνιος θολός, και οι πανσέληνοι απούσες. Κι ύστερα κρυώνουμε, μεγαλώνουμε και κλεινόμαστε στον εαυτό μας, και βαριόμαστε να κυκλοφορήσουμε μέσα στην πόλη, ονειρευόμαστε το αλλού. Την ύπαιθρο, το καθαρό τοπίο, την μελαγχολία της ημέρας, τις ποιητικές χειμερινές ανάσες…
Φωτογραφίες που έβγαλα χειμώνα καιρό, σε όλη την Έλλάδα: Νίκος Μουρατίδης
(Οι φωτογραφίες δεν έχουν υποστεί καμία παρέμβαση ή επεξεργασία)
————————–
Μιά μέρα ἀμφίβολης χαρᾶς/ Ἴσως μόνο μίαν ὥρα/ Λίγες στιγμές/ Το βράδυ ἀρχίζει πάλι ἡ ἀναμονή…
Μανόλης Ἀναγνωστάκης
Και χωρίζουμε σε φῶς και σκοτάδι το Ἕνα.
Χωρίζουμε τον Ὀδυρμό σε τύφλωση και θυσία.
Νίκος Καροῦζος
Ἕνας κρύος ἀγέρας φύσηξε μέσ᾿ ἀπ᾿ τα πρόσωπα τοῦ Μεγάλου Καθρέφτη μου. Τα πῆρε ὕστερα ὁ ἥλιος κι ἡσύχασαν
Μίλτος Σαχτούρης (Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ)
Δάσος παράξενο μαγεύει τη φωνή μου/ κάθε μου λέξη μία σταγόνα αἷμα/ ὅλο μου το τραγούδι ἕνα δέντρο/ ἀπο το αἷμα ποτισμένο τῶν φονιάδων/ χίλιοι φονιάδες χίλια ἄγρια δέντρα/ δάσος παράξενο που μαγεύει τη φωνή μου
Μίλτος Σαχτούρης
Το πέλαγο είναι βαθύ κι η αγάπη είναι μεγάλη/ έχω ένα πόνο στη ψυχή και ποιος θα μου τον βγάλει/ Το πέλαγο είναι γλυκό χάδι μαζί και δάκρυ/ και με κυλάει αφρίζοντας στου ορίζοντα την άκρη/ Το πέλαγο είναι παιδί τρέχει και δεν το φτάνω/ παιδί και στην αγάπη του που σαν με δει το χάνω
Μάνος Χατζιδάκις (Το πέλαγο είναι βαθύ)
Τη θάλασσα πολέμησα του κόσμου την αρμύρα μα τώρα που σε γνώρισα την κάτω βόλτα πήρα./ Στ’ ουρανού την άκρη Παναγιά σε φίλησε παγωμένο δάκρυ στην καρδιά μου κύλησε.
Νίκος Γκάτσος (Στ’ ουρανού την άκρη)
Έτσι που μιλάς/ ανοίγεις τα όνειρα πέρα απ΄ τα μάτια σου σε πόλεις ελληνικές και σε ταξίδια/ τραγουδιών στον ήλιο ή στο χιόνι / έτσι που μιλάς σταματάς τα νερά/ κι ακούω το τρίξιμο του κόσμου
Διονύσης Καρατζάς (Στον ήλιο ή στο χιόνι)
Κάτω απ’ την άρρωστη βροχή/ στις εθνıκές των φορτηγών με τα ψυγεία/ το μαύρο λάδι απ’ την ψυχή/ δεν καίει για κάτι που να μοιάζει μ’ ευλογία
Λίνα Νικολακοπούλου (Δι’ ευχών)
Πίσω απ’ τα χρυσά βουνά, λιοκαμένο παλικάρι/ ΚΟΚΚΙΝΟ σου αγόρασα πουκάμισο/ ΚΟΚΚΙΝΑ παπούτσια στο παζάρι./ Τ’ άλογο έφυγε στη θάλασσα, ο ήλιος κόπηκε στη μέση-/τώρα τα χρυσά, τώρα τα ΚΟΚΚΙΝΑ ποιος θα τα φορέσει;»!
Γιάννης Ρίτσος (Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού)
ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ/ ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ/ ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ./ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ
Οδυσσέας Ελύτης
Πόση η θλίψη βλέποντας τη μοναξιά των πόλεων και που/ το τέλος της διαδρομής τους! / Ονειρεύομαι την αιωνιότητα μέσα στη σιωπή ενός δάσους./ Εάν ο θάνατος ενός ποιητή είναι ο τελευταίος κρίκος στην/ αλυσίδα των επιτευγμάτων του,/ τότε το τέλος του ποιήματος είναι η αρχή της εξορίας,
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ (Οσίπ Μαντελστάμ)
Ένα δέντρο/ δεν έχει πολλά να σου πει/ Άλλωστε τι ωφελεί;
Αρκεί που σε βλέπει
Στέκεται εκεί / στην ερημιά βουβό/ νεκρό πολλές φορές
Ακίνητο/ κρατώντας την ανάσα του
την προσοχή να μη σου αποσπάσει
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ (Το δέντρο)
Στης χαράς το περιβόλι
άγριο σκιάχτρο, ορθό προβάλλει
παρδαλή κουρελαρία
απ’ τα πόδια ως το κεφάλι.
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα/ έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη/ Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο/ Στους κινδύνους των βράχων με την χτενισιά της θύελλας/ Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμα σου
Οδυσσέας Ελύτης (Η Μαρίνα των βράχων).
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ/ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα./Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε πηγές,/μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς προσκυνοῦμε.
Γιώργος Σεφέρης (Μυθιστόρημα)
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος τού χρόνου,
οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια τού Πόε,
κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ απόκρημνα Ιδανικά.
Γιάννης Ρίτσος (Το χρέος των ποιητών)
Δεν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπό μέσα μας,/ βλασταίνουν φύλλα και κλαδιά/ κι ἔρχονται τα πουλιά τοῦ ἔρωτα και κελαηδοῦνε./ Δέν ξεριζώνονται οἱ νύχτες ἀπό μέσα μας,/ ἔγιναν δάσος σκοτεινό και μᾶς πλακώνουν.
Ντίνος Χριστιανόπουλος (Το Δάσος)
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπό τοῦτο το φῶς/ θα ἑλιχθῶ πρός τα πάνω/ ὅπως ἕνα ρυακάκι που μουρμουρίζει./ Κι ἂν τυχόν κάπου ἀνάμεσα/ στούς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους,/ θα τους μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδή / δεν ξέρουνε γλῶσσες./ Μιλᾶνε/ μεταξύ τους με μουσική.
Νικηφόρος Βρεττάκος (Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα)
————————————————————————————————————
Ενώ το καλοκαίρι σε αναστατώνει, ο χειμώνας έχει μια σπάνια, παράξενη ηρεμία…..
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:Ποιητικές χειμερινές ανάσες
https://www.nikosonline.gr/?p=10874