Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης δεσπόζει στο κέντρο της πόλης. Τα εκθέματα, τα οποία φιλοξενεί, προέρχονται από τις ανασκαφές, που έχουν πραγματοποιηθεί στην πόλη και στην ευρύτερη περιοχή. Ο Λάζαρος Πάντος, φίλος αγαπημένος, ταλαντούχος ζωγράφος και φωτογράφος, μου εμπιστεύτηκε αυτές του τις φωτογραφίες.
Μια ημέρα στο μουσείο, με το βλέμμα και τον φωτογραφικό φακό του να καταγράφουν αγάλματα, προτομές και λεπτομέρειες- πολύτιμες- πάνω στην αρχαία τέχνη. Οι φωτογραφίες αυτές προορίζονταν για ένα ημερολόγιο το οποίο ποτέ δεν κυκλοφόρησε. Ένα ημερολόγιο που ετοίμαζε με κείμενα απο την φιλόλογο -και συνεργάτιδα του Κατερίνα Κουμλίδου – η οποία έχει τιμηθεί με Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Τον ευχαριστώ που μου τις εμπιστεύτηκε να τις δημοσιεύσω στο nikosonline.gr
Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.
(«Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής»)
Το Μουσείο είναι ένας ζωντανός οργανισμός της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, και τα αρχαία γλυπτά είναι σαν να κάνουν διάλογο μεταξύ τους αλλά και με τον κόσμο που τα παρατηρεί…
Κεφάλια, σώματα, βλέμματα, κινήσεις, πτυχώσεις… όλα αναδεικνύονται μοναδικά μέσα από τον φωτογραφικό φακό του Λάζαρου Πάντου.
Η Μάχη της Mαγνησίας
Έχασε την παληά του ορμή, το θάρρος του.
Του κουρασμένου σώματός του, του άρρωστου
σχεδόν, θάχει κυρίως την φροντίδα. Κι ο επίλοιπος
βίος του θα διέλθει αμέριμνος. Aυτά ο Φίλιππος
τουλάχιστον διατείνεται. Aπόψι κύβους παίζει·
έχει όρεξι να διασκεδάσει. Στο τραπέζι
βάλτε πολλά τριαντάφυλλα. Τι αν στην Μαγνησία
ο Aντίοχος κατεστράφηκε. Λένε πανωλεθρία
έπεσ’ επάνω στου λαμπρού στρατεύματος τα πλήθια.
Μπορεί να τα μεγάλωσαν· όλα δεν θάναι αλήθεια.
Είθε. Γιατί αγκαλά κ’ εχθρός, ήσανε μια φυλή.
Όμως ένα «είθε» είν’ αρκετό. Ίσως κιόλας πολύ.
Ο Φίλιππος την εορτή βέβαια δεν θ’ αναβάλει.
Όσο κι αν στάθηκε του βίου του η κόπωσις μεγάλη,
ένα καλό διατήρησεν, η μνήμη διόλου δεν του λείπει.
Θυμάται πόσο στην Συρία θρήνησαν, τι είδος λύπη
είχαν, σαν έγινε σκουπίδι η μάνα των Μακεδονία.—
Ν’ αρχίσει το τραπέζι. Δούλοι· τους αυλούς, τη φωταψία.
Κ.Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Ενώπιον του Aγάλματος του Eνδυμίωνος
Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών — θυσίας και σπονδάς — τω Ενδυμίωνι,
από την Aλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει πορφυρά.—
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου· κ’ ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων ηδονήν.
Κ.Π.Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Διαβάστε ακόμα το άρθρο “Ένα υπέροχο μουσείο”: https://bit.ly/2MUKbqO