Ο κομουνιστής ηθοποιός με το παράξενο όνομα, την τεράστια καριέρα στο θέατρο και τον κινηματογράφο, είχε μια ζωή όχι απλά μυθιστορηματική, αλλά κάτι παραπάνω. Ψάχνοντας υλικό για να φτιάξω αυτό το άρθρο, δεν τα πίστευα όσα διάβαζα. Πρέπει κανείς να έχει μεγάλη αντοχή, δύναμη και πίστη για να ζήση μια τέτοια ζωή.
Από μικρός πήγε ενάντια σε όλους, πάλεψε με την φτώχεια και την ανέχεια, πάλεψε με τις ταξικές διαφορές και μεγάλωσε μέσα σε συνεχείς αντιπαραθέσεις φτιάχνοντας μια μεγάλη καριέρα.
Ένα θα σας πω πριν ξεκινήσω, στα 14 του, επιστρέφοντας σπίτι, δέχτηκε μια μαχαιριά στην πλάτη που κόντεψε να τον στείλει στον άλλο κόσμο. Χρειάστηκε να μεταφερθεί από την Λευκάδα με πλοίο στην Πάτρα για να χειρουργηθεί, πράγμα πολύ παρακινδυνευμένο εκείνη την εποχή. Τελικά σώθηκε, αλλά ο υπαίτιος της επίθεσης δεν αποκαλύφθηκε ποτέ, αν κι έγιναν νύξεις που έδειχναν έναν ζηλόφθονο ξάδελφο. Ήταν η πρώτη σοβαρή περίπτωση που του συνέβη, γιατί θα ακολουθούσαν πολλές στην περιπετειώδη ζωή του ως ενήλικας.
Ο Τζαβαλάς Καρούσος (8 Σεπτεμβρίου 1904 – 3 Ιανουαρίου 1969) ήταν Έλληνας ηθοποιός και αγωνιστής της αριστεράς. Γεννήθηκε στη Λευκάδα το 1904, όπου και ολοκλήρωσε το σχολείο και στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών μιας και οι γονείς του είχαν όνειρο να γίνει δικηγόρος, επάγγελμα που εκείνη την εποχή οδηγούσε κατ’ ευθείαν στα έδρανα της Βουλής. Πάντως χάρη στην παράδοση της οικογένειας, είχε καλή μόρφωση, που φυσικά περιλάμβανε μουσική παιδεία και κυρίως ξένες γλώσσες, τα ιταλικά και τα γαλλικά. Παράλληλα με την Νομική και χωρίς να το ξέρει κανείς φοιτούσε και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Ωδείου.
Το όνομα του: Το παράδοξο όνομά του το χρωστάει στην ιταλοτραφή νονά του, η οποία αγαπούσε την όπερα και ο θαυμασμός της για τον Ενρίκο Καρούσο οδήγησε στην απόφασή της να δώσει στον μικρό το όνομα του σπουδαιότερου τενόρου της εποχής. Έτσι το παιδί λεγόταν Καρούσος Τζαβαλάς. Αργότερα, όταν μπήκε επαγγελματικά στον χώρο του θεάτρου, έδωσε στον εαυτό του καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, αντιστρέφοντας τη σειρά των ονομάτων του ‒ πρώτο το επίθετο, Τζαβαλάς, ως κυρίως όνομα, και το Καρούσος επίθετο!
Από τα μαθητικά του ακόμη χρόνια στη Λευκάδα ήταν μέλος του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) και αργότερα στην Αθήνα έγινε μέλος του ΚΚΕ. Στα χρόνια της Κατοχής εντάχθηκε στο ΕΑΜ και ανέπτυξε αντιστασιακή δράση. Εξορίστηκε το 1948 στη Μακρόνησο και, κατόπιν, στον Αη-Στράτη. Το 1967, κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών συνελήφθη και στάλθηκε εξορία στη Γυάρο. Αφέθηκε ελεύθερος τρεις μήνες αργότερα, βαριά άρρωστος και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε την αντιδικτατορική του δράση. Στα χρόνια του κυνηγητού και της εξορίας γνώρισε κι’ άλλους σπουδαίους ηθοποιούς της αριστεράς- όπως τον Μάνο Κατράκη.
Στο Θέατρο: Το θέατρο μπήκε στη ζωή του κάπως τυχαία στα 13 του, όταν συμμετείχε σε μια παράσταση που παίχτηκε στο Δημοτικό Θέατρο της Λευκάδας με ντόπιους ερασιτέχνες ηθοποιούς το έργο του Ι. Πολέμη “Η μάνα”. Όμορφο αγόρι με ψηλόλιγνη κορμοστασιά, φάνηκε από την πρώτη εκείνη απόπειρα ότι είχε το χάρισμα του λόγου αλλά και της παρουσίας στη σκηνή. Επαγγελματικά πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο με τον θίασο Βεάκη – Νέζερ. Έχοντας ήδη κάνει θεατρικές σπουδές στη Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, έπαιξε στο Εθνικό Θέατρο στη χρυσή εποχή του Φώτου Πολίτη, συγκρότησε δικό του θίασο μεταπολεμικά και συμμετείχε σε παραστάσεις του Ελληνικού Λαϊκού Θεάτρου με τον Μάνο Κατράκη. Ο ρόλος που τον σημάδεψε ήταν αυτός του Σάιλοκ στον “Έμπορο της Βενετίας” του Σαίξπηρ, με τον οποίο και τερμάτισε πρόωρα – και βίαια λόγω χούντας – τη θεατρική του καριέρα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Στην φωτογραφία επάνω είναι όταν το 1946 έκανε τον στρατηγό Μακρυγιάννη στο έργο “Ιωάννης Καποδίστριας”.
Το αποδίδουν στον Γιάννη Τσαρούχη, αλλά ο Τζαβαλάς Καρούσος ήταν ο πρώτος που είπε το περίφημο: “Στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις”
Ο Τζαβαλάς Καρούσος στην “Η Λίμνη των Στεναγμών”, στο ρόλο του Αλή Πασά με την Ειρήνη Παπά ως κυρά Φροσύνη.
Το 1922, την χρονιά της μεγάλης εθνικής περιπέτειας, ήρθε να προστεθεί στη ζωή του και ένα προσωπικό δράμα, καθώς τότε έχασε τον πατέρα του, γεγονός που επιτάχυνε την απόφασή του να εγκαταλείψει τη νομική και να γίνει επαγγελματίας ηθοποιός. Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, το 1924 έγινε επαγγελματίας. Βίωνε μια ζωή φτωχική, με απελπιστικές στερήσεις, αλλά το θέατρο ήταν το μόνο που τον αποζημίωνε, που του πρόσφερε μια ανάταση πνεύματος και τη μαγεία της τέχνης.
Ήταν τον Φεβρουάριο του 1926 που βρέθηκε με τον θίασο Νέζερ στην Αλεξανδρούπολη, και εκεί έμελλε να γνωρίσει την πρώτη του γυναίκα, τη δεκαοκτάχρονη Ελένη, που καθόταν στην πρώτη σειρά και καθ’ όλη την διάρκεια της παράστασης ο Καρούσος δεν έπαψε να τη φλερτάρει από σκηνής. Η μικρή ενέδωσε στο κόρτε του όμορφου ηθοποιού και πριν εκείνος εγκαταλείψει την πόλη ήταν ήδη παντρεμένη μαζί του, με κουμπάρο τον θιασάρχη Χριστόφορο Νέζερ. Λίγο αργότερα γεννήθηκε και η κόρη τους Δέσπω, που ο Καρούσος έκανε χρόνια να γνωρίσει, καθώς η Ελένη εν τέλει αρνήθηκε να ακολουθήσει την αβεβαιότητα της καλλιτεχνικής ζωής του θεατρίνου άντρα της.
Η συνέχεια της ζωής και της καριέρας του ήταν γεμάτη περιπέτεια, φτώχια που τον ανάγκαζε να συμμετέχει σε μπουλούκια, οργώνοντας την ύπαιθρο, κάποιες καλές συνεργασίες, αγώνες, ίντριγκες και ξενιτεμό στην Ευρώπη. Η Γαλλία τού πρόσφερε σημαντικές εμπειρίες: σπουδές στη Σορβόνη, μουσεία, γνωριμίες με καλλιτέχνες, επαναστάτες, εξόριστους από τη σταλινική θηριωδία. Επέστρεψε στην Αθήνα μετά από πρόταση της κυρίας Κατερίνας να πρωταγωνιστήσει μαζί της αλλά την 10η μέρα των παραστάσεων τον συνέλαβαν. Μετά από διαπραγματεύσεις της Κατερίνας επέστρεψε στη σκηνή. Παρόλη την αφοσίωση και την προσφορά του στην αριστερά (ο ίδιος δεν ήταν μέλος του Κόμματος), θα γευόταν πολλές απογοητεύσεις από συντρόφους του αλλά και με την υπονόμευση της προσωπικής του πορείας.
Η Μαλαίνα Ανουσάκη έχει πει για τη συνεργασία της μαζί του: “Οι συνθήκες ήταν σκληρές. Αυτή η περίοδος ήταν μια αναγέννηση. Ήταν μεγάλος. Ήταν φθασμένος, είχε κάνει καριέρα, είχε επιστρέψει από το Παρίσι. Ήταν αδικημένος. Ήταν βαθιά καλλιεργημένος και καθαρά πνευματικός άνθρωπος”.
Σάιλοκ στον «Έμπορο της Βενετίας» του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Εθνικό Θέατρο, 12/6/1945
Ακολούθησαν συνεργασίες με την κυρία Κατερίνα και τη Μαρίκα Κοτοπούλη σε έργα σημαντικά και δημοφιλή. Σε μία από τις περιοδείες του, κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης του 1939, στο ξενοδοχείο Αστόρια συνάντησε για πρώτη φορά μετά από χρόνια την κόρη του, την οποία πήρε μαζί του στην Αθήνα, ενώ στη Δράμα γνώρισε την Λέλα Αναστασιάδη, κόρη πετυχημένου και δεξιών πολιτικών πεποιθήσεων δικηγόρο, η οποία παρέμεινε σύντροφός του για το υπόλοιπο της ζωής του, υπομένοντας όλες τις αναποδιές και τις αναταράξεις της μελλοντικής του πορείας.
Τον Οκτώβρη του 1940 ξεσπάει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Ο θίασος της Κατερίνας, με τον οποίο είχε κλείσει για τη χειμερινή σεζόν, ανεβάζει το αντιπολεμικό έργο «Μετά τη νίκη» και γίνεται τεράστια επιτυχία. Τον Μάη του 1941 υπογράφει συμβόλαιο με το Εθνικό Θέατρο. Θα μείνει πέντε χρόνια, υπηρετώντας το ως πρωταγωνιστής με πολλές και προσωπικές επιτυχίες σε κλασικά και νεοελληνικά έργα. Συγχρόνως, παίρνει μέρος σε ραδιοφωνικές εκπομπές, μεταφράζει έργα από τις δύο γλώσσες που γνωρίζει καλά, αλλά και από τα αγγλικά. Παράλληλα ως ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ καλλιτεχνών, είναι ενεργός στην Αντίσταση.
Στα Δεκεμβριανά, η Αθήνα (και η Ελλάδα) χωρίστηκε στα δύο. Καθημερινά, μαζί με τον Βεάκη, συναντούσαν και ψυχαγωγούσαν στρατιώτες του ΕΛΑΣ. Μέχρι που έμαθαν τη δολοφονία της Παπαδάκη, γεγονός που στενοχώρησε τον Καρούσο, καθώς δεν έτρεφε αρνητικά συναισθήματα για τη σπουδαία συνάδελφό του. Μάλιστα, είχε ξεκινήσει πρόβες για τον «Μάκβεθ», στον οποίο θα συμπρωταγωνιστούσαν.
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Την δολοφόνησαν από ζήλεια, φθόνο και μίσος https://bit.ly/2KX48lo
Ελένη Παπαδάκη και Τζαβαλάς Καρούσος (Εκάβη και Αγαμέμνων). Εθνικό Θέατρο, Δεκέμβριος 1943.
Η εξορία: Με το τέλος των συγκρούσεων και την αποχώρηση των ανταρτών από την Αθήνα, βρέθηκε εκτός Εθνικού και αν προσθέσει κανείς τις συνέπειες του Εμφυλίου, ο αγώνας για την επιβίωση έγινε δυσβάσταχτος και η σύλληψη του ήταν θέμα χρόνου. Μάη του 1948 η οικογένεια τον αποχαιρέτησε στον Πειραιά, απ’ όπου σάλπαρε το πλοίο για να τον πάει εξορία στην Ικαρία, ενώ βρισκόταν στην πιο δημιουργική ηλικία. Από την Ικαρία μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο, όπου η κατάσταση έμοιαζε με κολαστήριο, αλλά τουλάχιστον είχε την τύχη να συμπορεύεται με καλλιτέχνες όπως ο Ρίτσος, ο Λουντέμης, ο Πατρίκιος, ο Κατσαρός, ο Λειβαδίτης, ο Θεοδωράκης, ο Κούνδουρος, ο Μπιθικώτσης, ο Βέγγος και ο Ηλίας Ηλιού. Παρών και ο φίλος και συνάδελφός του Μάνος Κατράκης. Αυτό δεν έκανε τη διαβίωση ευκολότερη, αντιθέτως οι αρρώστιες θέριζαν και η ευαίσθητη υγεία του Τζαβαλά Καρούσου επλήγη ανεπανόρθωτα.
Στον κινηματογράφο: Άρχισε τις κινηματογραφικές εμφανίσεις, που του έδιναν οικονομική ανάσα, τη δυνατότητα να ζήσει άνετα και να χαρεί την οικογένειά του, που σιγά-σιγά μεγάλωνε, με τη γέννηση των εγγονών του. Στις ταινίες που συμμετείχε συνήθως έπαιζε δεύτερους ρόλους καρατερίστα, ενώ, ακόμα κι αν δεν αποτελούν επιτυχίες, πρόκειται για καλλιτεχνικές προσπάθειες αξιώσεων. Στήριξε ιδιαίτερα το νεοελληνικό έργο και πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου (Η ζαβολιάρα, Οργή, Αντιγόνη, Άνθρωπος για όλες τις δουλειές, Φαίδρα κτλ). Ενσάρκωσε και τον Αλή Πασά στον κινηματογράφο στην ταινία “Η Λίμνη των Στεναγμών”, στο πλευρό της Ειρήνης Παππά (φωτογραφία επάνω).
1959 “Η ζαβολιάρα”. Ο Τζαβαλάς Καρούσος (αριστερά) στην 10η ταινία της Αλίκης. Μαζί η Λιάνα Μιχαήλ και Γιώργος Φούντας.
Και το 1962 όταν η Αλίκη ανέβασε στο θέατρο το έργο “Καίσαρ και Κλεοπάτρα”, πήρε τον Τζαβαλά Καρούσο για τον ρόλο του Καίσαρα.
Η πρώτη μεγάλη αποτυχία της Αλίκης: https://bit.ly/2Mv020s
Η χούντα: Τον Απρίλιο του 1967 είχε κάθε λόγο να νιώθει ευτυχής και καλλιτεχνικά πλήρης. Για μία ακόμα φορά ενσάρκωσε τον ρόλο που στάθηκε εμβληματικός της καριέρας του, τον Σάιλοκ από τον «Έμπορο της Βενετίας» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μάλιστα, στις 20 Απριλίου γιόρτασε με τον θίασο την εκατοστή παράσταση του έργου και εκείνο το βράδυ επέστρεψε στο σπίτι του, πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας. Στις 6:30 το πρωί η κόρη του, του τηλεφώνησε να τον ειδοποιήσει ότι είχε ξεσπάσει πραξικόπημα. Δεν πρόλαβε να αλλάξει καν ρούχα όταν η ασφάλεια χτύπησε την πόρτα του στις 7:30. Τον πήγαν στη Γυάρο, όπου έζησε μια νέα κόλαση. Με πρόσχημα ουρολογική εξέταση, του προκαλούν εγκαύματα στα γεννητικά όργανα. Μεταφέρεται εσπευσμένα, μέσω Σύρου, στο νοσοκομείο Άγιος Παύλος των φυλακών Αβέρωφ. Ξεκίνησε ένας γολγοθάς από νοσοκομεία σε κλινικές, μέχρι που τον έστειλαν σπίτι του σε κακή κατάσταση. Όλες οι προτάσεις που είχε για δουλειά θεωρήθηκαν άκυρες μετά από σύσταση της Ασφάλειας. Στον Ευαγγελισμό επιβεβαιώθηκε η απώλεια του ενός νεφρού.
Εγκατέλειψε με τη γυναίκα του την Ελλάδα και βρήκε καταφύγιο στο Παρίσι, μένοντας σ’ ένα άθλιο ξενοδοχείο στο Καρτιέ Λατέν. Κατήγγειλε σε μια σειρά συνεντεύξεων τη χούντα, ενώ έκανε δημόσια παρέμβαση με ομιλία του σε άπταιστα γαλλικά στην πρεμιέρα των «Βοσκών». Θα ακολουθήσουν κι άλλες, π.χ. στη Διάσκεψη της Επιτροπής για την Υπεράσπιση της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, σε κοινή συνέντευξη με τη Μελίνα Μερκούρη στο ΤΙΜΕ, που έγινε στο Λονδίνο, όπως και εμφάνισή του σε βρετανικό τηλεοπτικό κανάλι. Η Διεθνής Αμνηστία μαγνητοφώνησε κάθε μαρτυρία του, ενώ ο ίδιος μετέβη στη Στοκχόλμη για να μιλήσει σε συνέδριο για τον αντιδικτατορικό αγώνα. Λόγω της υγείας του μπήκε σε νοσοκομείο του Ανατολικού Βερολίνου. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί έγραψε το «Χρονικό της Γυάρου».
Επέστρεψε στο Παρίσι τον Δεκέμβρη του 1968 και παραμονές Χριστουγέννων κατέθεσε, μαζί με την Ελένη Βλάχου και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στο Συμβούλιο των Υπουργών της Ευρώπης, στο Στρασβούργο. Επέστρεψε στη γαλλική πρωτεύουσα, όπου μπήκε στο νοσοκομείο Τενόν. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιανουαρίου 1969.
Στην κηδεία του στην ορθόδοξη εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης στη Μονμάρτρη παρευρέθηκε όλο το δημοκρατικό Παρίσι και πολλοί Έλληνες εξόριστοι. Μίλησαν ο Βασίλης Διαμαντόπουλος, ο πρόεδρος της Επιτροπής Αντιδικτατορικού Αγώνα, εκπρόσωποι του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας και Ελλάδας, ο σκηνοθέτης Νίκος Παπατάκης κ.α.
Στη ταφόπλακα γράφτηκαν στίχοι από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου: «άλλ’ ουκ ανεκτόν / αλλά κατθανείν κρατεί / Πεπαιτέρα γαρ μοίρα / της τυραννίδος» (Να το υποφέρω δε μπορώ, καλύτερα να πεθάνω. Είναι γλυκύτερος ο θάνατος από τη σκλαβιά). Η μετακομιδή των οστών του στη Λευκάδα έγινε στις 6 Ιουνίου 1994.
Ο Καρούσος με την Κάκια Αναλυτή στην ταινία «Ματωμένο Ηλιοβασίλεμα», 1956.
Ο Καρούσος ως Μάντης Τειρεσίας στην ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Αντιγόνη», 1961.
“Φαίδρα” του Ζιλ Ντασέν. Ο Καρούσος υποδύεται τον πατέρα της Φαίδρας – Μελίνας Μερκούρη.
Έπαιξε σε πάνω από 35 ταινίες και σε αμέτρητες θεατρικές παραστάσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Κι΄ άλλα άρθρα για μεγάλους μας ηθοποιούς
ΚΥΒΕΛΗ: Ζωή σαν μυθιστόρημα https://bit.ly/3uhORgc
ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΒΑΛΑΚΟΥ: Στην λίστα των μεγάλων https://bit.ly/3Hd9vpm
ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΑΚΗ: Την δολοφόνησαν από ζήλεια, φθόνο και μίσος https://bit.ly/2KX48lo
ΑΣΠΑΣΙΑ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ: Το παλιοκουμούνι https://bit.ly/3eIGjYR
ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ: Bisexual και ναρκομανής https://bit.ly/2HCJHHY
ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΞΙΝΟΥ: Έτσι την γνώρισα https://bit.ly/2qIjgso
ΑΝΝΑ ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ: Ήταν μια μεγάλη τραγωδός https://bit.ly/2mZngQq
ΔΑΦΝΗ ΣΚΟΥΡΑ: ΚΚΕ μέχρι το κόκκαλο https://bit.ly/2IbjjGI
ΑΛΕΞΗΣ ΜΙΝΩΤΗΣ: Ήταν “μικρός” και μίζερος https://bit.ly/32wEPfW
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ: Τον ταπείνωσαν και τον ξεφτίλισαν https://bit.ly/2JkIPXO
ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ: Είχε δύο μεγάλα πάθη https://bit.ly/2fYAJYS
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΓΑΝΕΑΣ: Αριστοκράτης και κομμουνιστής https://bit.ly/2MGRinc
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΖΕΡΒΟΣ: Η κόρη του θάφτηκε ζωντανή https://bit.ly/2SfcgMX
Ηθοποιός, μεταφραστής, αγωνιστής της αριστεράς, ένας άνθρωπος που αφιέρωσε τη ζωή του στον άνθρωπο, έχοντας ως στόχο του τη βελτίωση της ζωής των συνανθρώπων του και τη δικαίωση του καθημερινού τους μόχθου μέσα από τον σοσιαλισμό, καθώς και ο ίδιος μυήθηκε σε αυτόν από πολύ μικρός, χάρη σε διανοούμενους του νησιού του και τους αγαπημένους φίλους του. (Στην φωτογραφία επάνω το 1958 στο έργο «Κράτος του Θεού» Θίασος Δ. Μυράτ, Θέατρο «Διάνα»).
——————————————————-